μήνυτρον: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μήνῡτρον''': τό, ([[μηνύω]]) ἀμοιβὴ ἐπὶ μηνύσει, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 264, 364˙ ― παρ’ Ἀττ. μόνον πληθ. μήνυτρα, Θουκ. 6. 27, Φρύνιχ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 2, κτλ.˙ μήνυτρα κηρύσσειν Ἀνδοκ. 6. 23˙ πρβλ. Böckh P. Ε. 1. 332.
|lstext='''μήνῡτρον''': τό, ([[μηνύω]]) ἀμοιβὴ ἐπὶ μηνύσει, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 264, 364˙ ― παρ’ Ἀττ. μόνον πληθ. μήνυτρα, Θουκ. 6. 27, Φρύνιχ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 2, κτλ.˙ μήνυτρα κηρύσσειν Ἀνδοκ. 6. 23˙ πρβλ. Böckh P. Ε. 1. 332.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />récompense à un dénonciateur.<br />'''Étymologie:''' [[μηνύω]].
}}
}}