μεναίχμης: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεναίχμης''': -ου, Δωρ. -αίχμας, α, ὁ, = [[μενεπτόλεμος]], μενέχαρμος, ὁ ἐμμένων, καρτερικὸς ἐν μάχῃ, Ἀνακρ. 74· - τὸ χειρὶ μεναίχμᾳ, ἐν Ἀνθ. Π. 6. 84, δυνατὸν νὰ ἀνήκῃ εἰς τὸ μεναίχμας ἢ νὰ [[εἶναι]] τὸ θηλ. τύπου μέναιχμος.
|lstext='''μεναίχμης''': -ου, Δωρ. -αίχμας, α, ὁ, = [[μενεπτόλεμος]], μενέχαρμος, ὁ ἐμμένων, καρτερικὸς ἐν μάχῃ, Ἀνακρ. 74· - τὸ χειρὶ μεναίχμᾳ, ἐν Ἀνθ. Π. 6. 84, δυνατὸν νὰ ἀνήκῃ εἰς τὸ μεναίχμας ἢ νὰ [[εἶναι]] τὸ θηλ. τύπου μέναιχμος.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />à la lance ferme, inébranlable.<br />'''Étymologie:''' [[μένω]], [[αἰχμή]].
}}
}}