3,277,002
edits
(6_19) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεναίχμης''': -ου, Δωρ. -αίχμας, α, ὁ, = [[μενεπτόλεμος]], μενέχαρμος, ὁ ἐμμένων, καρτερικὸς ἐν μάχῃ, Ἀνακρ. 74· - τὸ χειρὶ μεναίχμᾳ, ἐν Ἀνθ. Π. 6. 84, δυνατὸν νὰ ἀνήκῃ εἰς τὸ μεναίχμας ἢ νὰ [[εἶναι]] τὸ θηλ. τύπου μέναιχμος. | |lstext='''μεναίχμης''': -ου, Δωρ. -αίχμας, α, ὁ, = [[μενεπτόλεμος]], μενέχαρμος, ὁ ἐμμένων, καρτερικὸς ἐν μάχῃ, Ἀνακρ. 74· - τὸ χειρὶ μεναίχμᾳ, ἐν Ἀνθ. Π. 6. 84, δυνατὸν νὰ ἀνήκῃ εἰς τὸ μεναίχμας ἢ νὰ [[εἶναι]] τὸ θηλ. τύπου μέναιχμος. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />à la lance ferme, inébranlable.<br />'''Étymologie:''' [[μένω]], [[αἰχμή]]. | |||
}} | }} |