μηχανικός: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μηχᾰνικός''': -ή, -όν, [[πλήρης]] ἐπινοιῶν, ἐφευρετικός, εὐφυής, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 1, Ἑλλ. 3. 1, 8. - Ἐπίρρ. -κῶς, Διόδ. 18. 27. 2) [[μετὰ]] γεν. πράγμ., ὡς τὸ [[μηχανητικός]], Ξεν. Λακ. 2. 7, ἐν τῷ συγκρ. -ώτερος. ΙΙ. ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μηχανάς, [[μηχανικός]], ὄργανα Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 17, 2. αἱ... κινήσεις αἱ μ. ὁ αὐτ. ἐν Μηχαν. ἐν τῷ προλόγῳ 9· μηχανικά, τά, ἡ [[ἐπιστήμη]] τῆς μηχανικῆς, περὶ ἧς ὁ Ἀριστ. ἔγραψε πραγματείαν· [[οὕτως]], ἡ -κὴ (ἐξυπ. [[τέχνη]]), ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλ. Ὑστ. 1. 9, 4, Ἀνθ. Π. 9. 807· - ὁ [[μηχανικός]], ἐφευρετικός, ἐπινοῶν, Πλουτ. Περικλ. 27.
|lstext='''μηχᾰνικός''': -ή, -όν, [[πλήρης]] ἐπινοιῶν, ἐφευρετικός, εὐφυής, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 1, Ἑλλ. 3. 1, 8. - Ἐπίρρ. -κῶς, Διόδ. 18. 27. 2) [[μετὰ]] γεν. πράγμ., ὡς τὸ [[μηχανητικός]], Ξεν. Λακ. 2. 7, ἐν τῷ συγκρ. -ώτερος. ΙΙ. ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μηχανάς, [[μηχανικός]], ὄργανα Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 17, 2. αἱ... κινήσεις αἱ μ. ὁ αὐτ. ἐν Μηχαν. ἐν τῷ προλόγῳ 9· μηχανικά, τά, ἡ [[ἐπιστήμη]] τῆς μηχανικῆς, περὶ ἧς ὁ Ἀριστ. ἔγραψε πραγματείαν· [[οὕτως]], ἡ -κὴ (ἐξυπ. [[τέχνη]]), ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλ. Ὑστ. 1. 9, 4, Ἀνθ. Π. 9. 807· - ὁ [[μηχανικός]], ἐφευρετικός, ἐπινοῶν, Πλουτ. Περικλ. 27.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />industrieux, habile à travailler, <i>gén;<br />Cp.</i> μηχανικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[μηχανή]].
}}
}}