μολύνω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_3)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μολύνω''': [ῡ]: μέλλ. -ῠνῶ: πρκμ. παθ. μεμόλυσμαι, καὶ παρὰ μεταγ. μεμόλυμμαι Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 276· (ἴδε [[μέλας]]). «Λερώνω», καὶ μ. τὴν ὑπήνην Ἀριστοφ. Ἱππ. 1286 ἑαυτοὺς τῷ πηλῷ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 3· - [[ἁπλῶς]] [[πάσσω]], τὰ [[κρανία]] ἐμόλυν’ ἀλεύρῳ Σωτάδης ἐν «Ἐγκλειομέναις» 1. 24· - μολύνουσαν, μεταβάλλουσαν εἰς κτήνη, Ἀριστοφ. Πλ. 310· [[ὡσαύτως]] [[ἀτιμάζω]], [[διαφθείρω]] γυναῖκα, Θεόκρ. 5. 87. - Παθ., [[γίνομαι]] [[μιαρός]], [[ἀχρεῖος]], [[ἀτιμάζω]] ἐμαυτόν, Ἰσοκρ. 98C· [[ὥσπερ]] [[θηρίον]] ὕειον ἐν ἀμαθείᾳ μολύνομαι, κυλίομαι ἐν τῇ ἀμαθείᾳ ὡς [[χοῖρος]] ἐν βορβόρῳ, Πλάτ. Πολ. 535Ε· ὁ μολυνόμενος ὑπὸ τοῦ ὄψου Μουσών. παρὰ Στοβ. 167. 47 κέρδει Συνέσ. 168D· πρβλ. [[μορύσσω]]. ΙΙ. ἐπὶ κρέατος, «μισομαγειρεύω», «ψήνω» αὐτὸ μόνον κατὰ τὸ ἔξω [[μέρος]], πάσχει... [[ὅπερ]] ἐν τοῖς ἑψομένοις τὰ μολυνόμενα Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 7, 4 ([[ἄνευ]] διαφ. γραφῆς)· ἀλλ’ ἐν Μετεωρ. 4. 3, 18 ὁ Βεκκῆρ. ἀναγινώσκει, σκληρότερα μὲν τὰ μεμωλυσμένα τῶν ἑφθῶν, ἴδε ἐν λέξει [[μόλυνσις]] ΙΙ.
|lstext='''μολύνω''': [ῡ]: μέλλ. -ῠνῶ: πρκμ. παθ. μεμόλυσμαι, καὶ παρὰ μεταγ. μεμόλυμμαι Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 276· (ἴδε [[μέλας]]). «Λερώνω», καὶ μ. τὴν ὑπήνην Ἀριστοφ. Ἱππ. 1286 ἑαυτοὺς τῷ πηλῷ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 3· - [[ἁπλῶς]] [[πάσσω]], τὰ [[κρανία]] ἐμόλυν’ ἀλεύρῳ Σωτάδης ἐν «Ἐγκλειομέναις» 1. 24· - μολύνουσαν, μεταβάλλουσαν εἰς κτήνη, Ἀριστοφ. Πλ. 310· [[ὡσαύτως]] [[ἀτιμάζω]], [[διαφθείρω]] γυναῖκα, Θεόκρ. 5. 87. - Παθ., [[γίνομαι]] [[μιαρός]], [[ἀχρεῖος]], [[ἀτιμάζω]] ἐμαυτόν, Ἰσοκρ. 98C· [[ὥσπερ]] [[θηρίον]] ὕειον ἐν ἀμαθείᾳ μολύνομαι, κυλίομαι ἐν τῇ ἀμαθείᾳ ὡς [[χοῖρος]] ἐν βορβόρῳ, Πλάτ. Πολ. 535Ε· ὁ μολυνόμενος ὑπὸ τοῦ ὄψου Μουσών. παρὰ Στοβ. 167. 47 κέρδει Συνέσ. 168D· πρβλ. [[μορύσσω]]. ΙΙ. ἐπὶ κρέατος, «μισομαγειρεύω», «ψήνω» αὐτὸ μόνον κατὰ τὸ ἔξω [[μέρος]], πάσχει... [[ὅπερ]] ἐν τοῖς ἑψομένοις τὰ μολυνόμενα Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 7, 4 ([[ἄνευ]] διαφ. γραφῆς)· ἀλλ’ ἐν Μετεωρ. 4. 3, 18 ὁ Βεκκῆρ. ἀναγινώσκει, σκληρότερα μὲν τὰ μεμωλυσμένα τῶν ἑφθῶν, ἴδε ἐν λέξει [[μόλυνσις]] ΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> μολυνῶ, <i>ao.</i> ἐμόλυνα, <i>pf.</i> μεμόλυγκα ; <i>pf. Pass.</i> μεμόλυμμαι <i>ou</i> μεμόλυσμαι;<br />salir, souiller, tacher, acc. ; <i>Pass.</i> être sali, se salir : <i>fig.</i> τινί, par le contact <i>ou</i> la fréquentation de qqn ; <i>particul.</i> souiller, polluer, acc. .<br />'''Étymologie:''' DELG on peut restituer *μόλος, cf. <i>skr.</i> mála « saleté, ordure » ; pê apparenté à [[μέλας]].
}}
}}