μορφή: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μορφή''': ἡ, [[σχῆμα]], Λατ. forma, σοὶ δ’ ἔπι μὲν μορφὴ ἐπέων, ἔνι δὲ φρένες [[ἐσθλαί]], «τὸ ἔπι μὲν μορφὴ ἐπέων γράφεται καὶ ἔνι μὲν μορφὴ ἐπέων, ὅ ἐστι [[κάλλος]] ἢ [[πιθανότης]]» (Εὐστ.), Ὀδ. Λ. 367· οὕτω πιθ., [[ἄλλος]] μέν... [[εἶδος]] ἀκιδνότερος πέλει [[ἀνήρ]], ἀλλὰ θεὸς μορφὴν ἔπεσι στέφει, [[ἄλλος]] ἔχει εὐτελὲς ἐξωτερικόν, ἀλλ’ ὁ θεὸς κοσμεῖ αὐτὸν διὰ τοῦ χαρίσματος τῆς εὐγλωττίας, Θ. 169· (ὁ Ὅμ. ἔχει τὴν λέξιν μόνον ἐν τοῖς δυσὶ τούτοις χωρίοις, ὁ δὲ Ἡσ. [[οὐδαμοῦ]]· οὐδὲ τῶν παραγώγων αὐτῆς οὐδὲν μεταχειρίζονται [[οὔτε]] τῶν συνθέτων· - συχνότατον παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]] συγγραφεῦσι, [[μορφή]], [[παράστημα]], [[σχῆμα]] ἐξωτερικόν, μορφὰν βραχὺς Πινδ. Ι. 4 (3). 89· μορφῆς μέτρα Εὐρ. Ἄλκ. 1063· περίφρ., μορφῆς [[φύσις]] Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 496· μ. [[σχῆμα]], [[τύπωμα]] Εὐριπ. Ἴων 992, Φοίν. 162· καὶ Γαῖα, πολλῶν ὀνομάτων μορφὴ μία Αἰσχύλ. Πρ. 210· ὀνειράτων ἀλίγκιοι μορφαῖσιν [[αὐτόθι]] 449· νυκτέρων φαντασμάτων ἔχουσι μορφὰς ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 298· προὔπεμψεν ἀντὶ φιλτάτης μ. σποδὸν Σοφ. Ἠλ. 1159. 2) [[συχνάκις]], ὡς τὸ Λατ. forma, species, [[ὡραία]] [[μορφή]], Πινδ. Ο. 6. 128., 9. 99, κτλ. 3) [[καθόλου]], [[εἶδος]], [[σχῆμα]], ἐξωτερικόν, Σοφ. Τρ. 699, Ἠλ. 199· - ἡ ἐξωτερικὴ μορφὴ ἢ τὸ φαινόμενον, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[εἶδος]], δηλ. τὴν ἀληθῆ μορφήν, Πλάτ. Πολ. 380D· μ. θεῶν Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 13· ἡρώων εἴδεα καὶ μορφὰς Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1193. 4) [[μορφή]], [[εἶδος]], Εὐρ. Ἴων 382, 1067, Πλάτ. Πολ. 397C, κτλ. ΙΙ. [[σχῆμα]], σχηματισμὸς τοῦ σώματος, Διον. Ἁλ. Ἐπιτ. 10. 15. (Πρότερον ἐθεωρεῖτο ὡς = forma, κατὰ μετάθεσιν· ἀλλ’ ἴδε Pott. 2. 119).
|lstext='''μορφή''': ἡ, [[σχῆμα]], Λατ. forma, σοὶ δ’ ἔπι μὲν μορφὴ ἐπέων, ἔνι δὲ φρένες [[ἐσθλαί]], «τὸ ἔπι μὲν μορφὴ ἐπέων γράφεται καὶ ἔνι μὲν μορφὴ ἐπέων, ὅ ἐστι [[κάλλος]] ἢ [[πιθανότης]]» (Εὐστ.), Ὀδ. Λ. 367· οὕτω πιθ., [[ἄλλος]] μέν... [[εἶδος]] ἀκιδνότερος πέλει [[ἀνήρ]], ἀλλὰ θεὸς μορφὴν ἔπεσι στέφει, [[ἄλλος]] ἔχει εὐτελὲς ἐξωτερικόν, ἀλλ’ ὁ θεὸς κοσμεῖ αὐτὸν διὰ τοῦ χαρίσματος τῆς εὐγλωττίας, Θ. 169· (ὁ Ὅμ. ἔχει τὴν λέξιν μόνον ἐν τοῖς δυσὶ τούτοις χωρίοις, ὁ δὲ Ἡσ. [[οὐδαμοῦ]]· οὐδὲ τῶν παραγώγων αὐτῆς οὐδὲν μεταχειρίζονται [[οὔτε]] τῶν συνθέτων· - συχνότατον παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]] συγγραφεῦσι, [[μορφή]], [[παράστημα]], [[σχῆμα]] ἐξωτερικόν, μορφὰν βραχὺς Πινδ. Ι. 4 (3). 89· μορφῆς μέτρα Εὐρ. Ἄλκ. 1063· περίφρ., μορφῆς [[φύσις]] Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 496· μ. [[σχῆμα]], [[τύπωμα]] Εὐριπ. Ἴων 992, Φοίν. 162· καὶ Γαῖα, πολλῶν ὀνομάτων μορφὴ μία Αἰσχύλ. Πρ. 210· ὀνειράτων ἀλίγκιοι μορφαῖσιν [[αὐτόθι]] 449· νυκτέρων φαντασμάτων ἔχουσι μορφὰς ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 298· προὔπεμψεν ἀντὶ φιλτάτης μ. σποδὸν Σοφ. Ἠλ. 1159. 2) [[συχνάκις]], ὡς τὸ Λατ. forma, species, [[ὡραία]] [[μορφή]], Πινδ. Ο. 6. 128., 9. 99, κτλ. 3) [[καθόλου]], [[εἶδος]], [[σχῆμα]], ἐξωτερικόν, Σοφ. Τρ. 699, Ἠλ. 199· - ἡ ἐξωτερικὴ μορφὴ ἢ τὸ φαινόμενον, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[εἶδος]], δηλ. τὴν ἀληθῆ μορφήν, Πλάτ. Πολ. 380D· μ. θεῶν Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 13· ἡρώων εἴδεα καὶ μορφὰς Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1193. 4) [[μορφή]], [[εἶδος]], Εὐρ. Ἴων 382, 1067, Πλάτ. Πολ. 397C, κτλ. ΙΙ. [[σχῆμα]], σχηματισμὸς τοῦ σώματος, Διον. Ἁλ. Ἐπιτ. 10. 15. (Πρότερον ἐθεωρεῖτο ὡς = forma, κατὰ μετάθεσιν· ἀλλ’ ἴδε Pott. 2. 119).
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />forme :<br /><b>1</b> forme du corps, figure, extérieur;<br /><b>2</b> forme, apparence <i>en parl. de songes, de fantômes</i>;<br /><b>3</b> forme, sorte, espèce.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> forma.
}}
}}