3,252,101
edits
(6_19) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μυγμός''': -οῦ, ὁ, ὁ διὰ κεκλεισμένου στόματος ἐκπεμπόμενος ἐκ τῆς ῥινὸς [[ἦχος]], μούγγρυσμα, (ἴδε ἐν λέξ. [[μύζω]]), οἷος ὁ ἀποδιδόμενος εἰς τὰς κοιμωμένας Ἐρινῦς ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 117, 120· ἐπὶ κυνῶν, Διόδ. 17. 92· ἐπὶ τοῦ ἤχου ὃν παράγει ὁ [[ἰχθὺς]] [[γλάνις]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 12. | |lstext='''μυγμός''': -οῦ, ὁ, ὁ διὰ κεκλεισμένου στόματος ἐκπεμπόμενος ἐκ τῆς ῥινὸς [[ἦχος]], μούγγρυσμα, (ἴδε ἐν λέξ. [[μύζω]]), οἷος ὁ ἀποδιδόμενος εἰς τὰς κοιμωμένας Ἐρινῦς ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 117, 120· ἐπὶ κυνῶν, Διόδ. 17. 92· ἐπὶ τοῦ ἤχου ὃν παράγει ὁ [[ἰχθὺς]] [[γλάνις]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 12. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />murmure, sorte de grognement.<br />'''Étymologie:''' [[μύζω]]. | |||
}} | }} |