μιτοεργός: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μῐτοεργός''': -όν, ὁ ἐργαζόμενος τὸν μίτον, τὴν κλωστήν, ἐπὶ τῆς ἀτράκτου, Ἀνθ. Π. 6. 289.
|lstext='''μῐτοεργός''': -όν, ὁ ἐργαζόμενος τὸν μίτον, τὴν κλωστήν, ἐπὶ τῆς ἀτράκτου, Ἀνθ. Π. 6. 289.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui travaille le fil.<br />'''Étymologie:''' [[μίτος]], [[ἔργον]].
}}
}}