ναύλοχος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_18)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ναύλοχος''': -ον, ὁ τὰς [[ναῦς]] ὑποδεχόμενος [[τόπος]], ἢ παρὰ τὸ [[λέχος]], δηλ. [[τόπος]] [[ἔνθα]] εὐνάζονται [[νῆες]], ὧν καὶ αἱ ἄγκυραι εὐναὶ λέγονται, λιμένες δ’ ἔνι ναύλοχοι αὐτῇ, «ἐν οἷς αἱ [[νῆες]] λοχῶσαι καὶ ἐνεδρεύουσαι λαθεῖν δύνανται» (Σχόλ.), Ὀδ. Δ. 846· ναύλοχον ἐς λιμένα Κ. 141· ν. λιπὼν ἕδρας Σοφ. Αἴ. 460· ὦ ναύλοχα καὶ πετραῖα θερμὰ λουτρά... παραναιετάοντες, ὦ ὑμεῖς οἱ κατοικοῦντες παρὰ τὰ μεταξὺ τοῦ λιμένος καὶ τῶν κρημνῶν θερμὰ λουτρά, δηλ. τὰ τῶν Θερμοπυλῶν, ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 633, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb.· Ἀχαιῶν ναύλοχοι περιπτυχαὶ Εὐρ. Ἑκ. 1015. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., σταθμὸς πλοίων, [[λιμήν]], Σουΐδ.· ― [[ὡσαύτως]] ὡς οὐδέτ. ναύλοχα Πλούτ. 2. 984Β.
|lstext='''ναύλοχος''': -ον, ὁ τὰς [[ναῦς]] ὑποδεχόμενος [[τόπος]], ἢ παρὰ τὸ [[λέχος]], δηλ. [[τόπος]] [[ἔνθα]] εὐνάζονται [[νῆες]], ὧν καὶ αἱ ἄγκυραι εὐναὶ λέγονται, λιμένες δ’ ἔνι ναύλοχοι αὐτῇ, «ἐν οἷς αἱ [[νῆες]] λοχῶσαι καὶ ἐνεδρεύουσαι λαθεῖν δύνανται» (Σχόλ.), Ὀδ. Δ. 846· ναύλοχον ἐς λιμένα Κ. 141· ν. λιπὼν ἕδρας Σοφ. Αἴ. 460· ὦ ναύλοχα καὶ πετραῖα θερμὰ λουτρά... παραναιετάοντες, ὦ ὑμεῖς οἱ κατοικοῦντες παρὰ τὰ μεταξὺ τοῦ λιμένος καὶ τῶν κρημνῶν θερμὰ λουτρά, δηλ. τὰ τῶν Θερμοπυλῶν, ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 633, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb.· Ἀχαιῶν ναύλοχοι περιπτυχαὶ Εὐρ. Ἑκ. 1015. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., σταθμὸς πλοίων, [[λιμήν]], Σουΐδ.· ― [[ὡσαύτως]] ὡς οὐδέτ. ναύλοχα Πλούτ. 2. 984Β.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />propre au mouillage des navires ; τὰ ναύλοχα rade, port.<br />'''Étymologie:''' [[ναῦς]], [[λέχος]].
}}
}}