3,271,359
edits
(6_2) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ναυπηγέω''': [[κατασκευάζω]] πλοῖα, Ἀριστοφ. Πλ. 513, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 107C (ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις κατ’ ἀπαρέμφ.)· συνήθως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[ναῦς]] ναυπηγοῦμαι, [[κατασκευάζω]] δι’ ἐμαυτὸν πλοῖα, βάλλω νὰ κατασκευάσωσι δι’ ἐμὲ πλοῖα, ἀλλὰ [[συχν]]. [[ἁπλῶς]] ὡς τὸ ἐνεργ., Ἡρόδ. 2. 96., 6. 46· ἐπί τινι, [[ἐναντίον]] τινός, ὁ αὐτ. 1. 27· ἐναυπηγοῦντο νεῶν στόλον Θουκ. 1. 31· τριήρεις ἐναυπηγησάμεθα Ἀνδοκ. 24. 7, πρβλ. Θουκ. 6. 90, Δημ. 219. 19: πρκμ. νεναυπήγημαι ἐν μέσ. σημασίᾳ, Διόδ. 20. 16 ― Παθ., ἐπὶ πλοίων, ναυπηγοῦμαι, κατασκευάζομαι, Θουκ. 1. 13 (ἄλλ.: ἐνναυπηγηθῆναι): ὁπόσα ἂν ἢ οἰκοδομηθῇ ἢ ναυπηγηθῇ Ξεν. Πόροι 4. 35, πρβλ. Ἑλλην. 1. 3, 17· καὶ ἴδε [[ἐνναυπηγέω]]. | |lstext='''ναυπηγέω''': [[κατασκευάζω]] πλοῖα, Ἀριστοφ. Πλ. 513, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 107C (ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις κατ’ ἀπαρέμφ.)· συνήθως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[ναῦς]] ναυπηγοῦμαι, [[κατασκευάζω]] δι’ ἐμαυτὸν πλοῖα, βάλλω νὰ κατασκευάσωσι δι’ ἐμὲ πλοῖα, ἀλλὰ [[συχν]]. [[ἁπλῶς]] ὡς τὸ ἐνεργ., Ἡρόδ. 2. 96., 6. 46· ἐπί τινι, [[ἐναντίον]] τινός, ὁ αὐτ. 1. 27· ἐναυπηγοῦντο νεῶν στόλον Θουκ. 1. 31· τριήρεις ἐναυπηγησάμεθα Ἀνδοκ. 24. 7, πρβλ. Θουκ. 6. 90, Δημ. 219. 19: πρκμ. νεναυπήγημαι ἐν μέσ. σημασίᾳ, Διόδ. 20. 16 ― Παθ., ἐπὶ πλοίων, ναυπηγοῦμαι, κατασκευάζομαι, Θουκ. 1. 13 (ἄλλ.: ἐνναυπηγηθῆναι): ὁπόσα ἂν ἢ οἰκοδομηθῇ ἢ ναυπηγηθῇ Ξεν. Πόροι 4. 35, πρβλ. Ἑλλην. 1. 3, 17· καὶ ἴδε [[ἐνναυπηγέω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés. et impf.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἐναυπηγήθην, <i>pf. part.</i> νεναυπαγημένος;<br />construire un navire <i>ou</i> des vaisseaux, être constructeur de vaisseaux;<br /><i><b>Moy.</b></i> ναυπηγέομαι-οῦμαι;<br /><b>1</b> construire des vaisseaux pour son usage;<br /><b>2</b> faire construire des vaisseaux.<br />'''Étymologie:''' [[ναυπηγός]]. | |||
}} | }} |