3,271,322
edits
(6_16) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ναυπηγήσῐμος''': -ον, [[ὡσαύτως]] η, ον, Πλάτ. Νόμ. 705C· ― [[χρήσιμος]] εἰς ναυπηγίαν, ἐπὶ δένδρων ἢ ξύλων καταλλήλων πρὸς ναυπηγίαν, ἵνα ἴδη τε ναυπηγήσιμός ἐστιν [[ἄφθονος]] Ἡρόδ. 5. 23· ξύλα Θουκ. 4. 108 κἑξ., 7. 25· ὕλη Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ. | |lstext='''ναυπηγήσῐμος''': -ον, [[ὡσαύτως]] η, ον, Πλάτ. Νόμ. 705C· ― [[χρήσιμος]] εἰς ναυπηγίαν, ἐπὶ δένδρων ἢ ξύλων καταλλήλων πρὸς ναυπηγίαν, ἵνα ἴδη τε ναυπηγήσιμός ἐστιν [[ἄφθονος]] Ἡρόδ. 5. 23· ξύλα Θουκ. 4. 108 κἑξ., 7. 25· ὕλη Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br />propre à la construction des navires.<br />'''Étymologie:''' [[ναυπηγέω]]. | |||
}} | }} |