νόος: Difference between revisions

2,375 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νόος''': νόου, ὁ, Ἀττ. συνῃρ. [[νοῦς]], γεν. νοῦ· ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸν συνῃρ. τύπον [[ἅπαξ]], κατ’ ὀνομαστ., αὐτὰρ [[νοῦς]] ἦν [[ἔμπεδος]] ὡς τὸ [[πάρος]] περ Ὀδ. Κ. 240· [[οὕτως]] ὁ Ἡσ. ἐν Ἀποσπ. 48. 2, ὁ Πίνδ. ἐν Π. 3. 9, κατ’ αἰτ.· ὁ Ἡρόδ. [[οὐδαμοῦ]]: ὁ δὲ [[ἀσυναίρετος]] [[τύπος]] [[εἶναι]] ἐξ ἴσου [[σπάνιος]] παρ’ Ἀττ., [[ἅπαξ]] παρ’ Αἰσχύλ. (Χο. 742, ἰαμβ.), [[ἅπαξ]] παρὰ Σοφ. (Φιλ. 1209, λυρ.): ― ἐν τῇ Καιν. Διαθ. καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις, [[οἷον]] παρὰ Πλωτίν., Πορφυρ., εὕρηνται πτώσεις τινὲς κατὰ τὴν τρίτην κλίσ., γεν. νοός, δοτ. νοΐ, αἰτ. νόα, νόες, νόας, Λοβεκ. Φρύνιχ. 453. ― οἱ Ἀττ. πληθ. τύποι νοῖ, αἰτ. [[νοῦς]], [[εἶναι]] σπάνιοι παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσιν, [[οἷον]] ἐν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 397, ἀλλὰ συνήθεις παρὰ μεταγενεστ. φιλοσόφοις. Ἴδε Κόντου Σποράδ. Ὑπομήματα ἐν Σωκράτους τόμ. β΄ ἐν τῇ ἀρχῇ κἑξ. (Ἡ √ΝΟ φαίνεται συγγενὴς τῇ √ΓΝΟ, [[γιγνώσκω]]). 1) ὁ [[νοῦς]], ὡς ἀντιλαμβανόμενος καὶ κρίνων, [[ἀντίληψις]], [[προσοχή]], [[κρίσις]], οὐ λῆθε Διὸς πυκινὸν νόον Ἰλ. Ο. 461· πολυκερδὴς ν. Ὀδ. Ν. 255· [[νοῦς]] ὁρᾷ καὶ [[νοῦς]] ἀκούει, [[τἆλλα]] τυφλὰ καὶ κωφὰ Ἐπίχ. παρὰ Πλουτ. 2. 961Α, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 371· νόῳ, μὲ νοῦν, φρονίμως, Ὀδ. Ζ. 320· [[παρέκ]]. νόον, ἀνοήτως, ἀκρίτως, Ἰλ. Υ. 133· σὺν νόῳ, φρονίμως, σοφῶς, Ἡρόδ. 8. 86, 138· οὐδενὶ ξὺν νῷ Πλάτ. Κρίτων 48C· τοῦ νοῦ χωρὶς Σοφ. Ο. Τ. 550· τοῦ νοῦ κενὸς ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 931· νόῳ λαβεῖν τι, καταλαβεῖν, νοῆσαι, Ἡρόδ. 3. 51· νοῷ ἔχω, ἔχω ἐν νῷ, [[σκέπτομαι]], ὁ αὐτ. 5. 92, 7, Πλάτ. Πολ. 490Α (ἴδε κατωτ. 3). 3) ἡ [[φράσις]] νοῦν ἔχειν [[εἶναι]] ἐν χρήσει κατὰ πολλὰς σημασίας, α) ἔχω νοῦν, εἶμαι [[σώφρων]], [[φρόνιμος]], Σοφ. Τρ. 553, Ἀριστοφ. Βάτρ. 535, κτλ.· ὁ [[νοῦς]] ὅδ’ αὐτὸς νοῦν ἔχων οὐ τυγχάνει Εὐρ. Ι. Α. 1139· οὕτω, νοῦν ὀλίγον κεκτημένος Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 747· σμικρὸν νοῦ κεκτῆσθαι Πλάτ. Νόμ. 887Ε. β) νοῦν ἢ τὸν νοῦν ἔχω, ὡς καὶ νῦν, ἔχω τὸν νοῦν μου εἴς τι, [[προσέχω]], ἄλλοσ’ [[ὄμμα]], θἀτέρᾳ δὲ νοῦν ἔχειν Σοφ. Τρ. 272· τὸν νοῦν πρὸς αὐτὸν οὐκ ἔχων, [[ἐκεῖσε]] δὲ Εὐρ. Φοίν. 1418· [[δεῦρο]] νοῦν ἔχε ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1181· τὸν νοῦν ἔχειν [[οἴκοι]] ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 251· ποῦ τὸν ν. ἔχεις Ἀριστ. Ἐκκλ. 156· τὸν νοῦν ἔχειν [[πρός]] τινα ἤ τι (ἀπροσ. προσέχειν τὸν νοῦν) Θουκ. 7. 19, Πλάτ. Γοργ. 504D· [[πρός]] τινι ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 324Α, κτλ.· [[περί]] τινος ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 534Β· ἔν τινι Ἀνθ. Π. 7. 206· πρβλ. [[προσέχω]] Ι. 3. γ) ἀπροσ., περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα Σοφ. Ἀντ. 68. 3) ὁ [[νοῦς]] ἐν αἰσθήμασι καὶ τοῖς ὁμοίοις, ἡ καρδία, χαῖρε νόῳ Ὀδ. Θ. 78· κεῦθε νόῳ Ἰλ. Α. 363· [[χόλος]] νόον οἰδάνει Ι. 554· ἐν στήθεσσιν [[ἀτάρβητος]] [[νόος]] ἐστὶ Γ. 63· οὕτω, [[νόος]] [[ἔμπεδος]], [[ἀκήλητος]], ἀπηνὴς Ὅμ.· (οὕτω, ν. [[εὐμενής]], [[ἄγναμπτος]], κτλ., Πινδ. Π. 8. 25, Αἰσχύλ. Πρ. 163, κτλ.)· ἀνθρώπων [[νόος]], ἡ τῶν ἀνθρώπων [[διάθεσις]], Ὀδ. Α. 3· ἐκ παντὸς νόου, ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, Ἡρόδ. 8. 97· καὶ ταῦτά σοι τῷ νῷ θ’ ὁμοίως κἀπὸ τῆς γλώσσης [[λέγω]], καὶ ἐν τῷ νῷ διανοοῦμαι αὐτὰ καὶ διὰ τῆς γλώσσης σοὶ τὰ [[λέγω]], Σοφ. Ο. Κ. 936· ― [[συχνάκις]], κατὰ νόον, [[συμφώνως]] πρὸς τὸν νοῦν καὶ τὰς διαθέσεις τινός, Λατ. ex sententia, Ἡρόδ. 1. 117., 7. 104· εἰ τάδ’ ἔχει κατὰ νοῦν κείνῳ Σοφ. Ο. Κ. 1768· πράξειας κατὰ ν. τὸν ἐμὸν ὁ αὐτ. (Ἀποσπ. 415b) παρ’ Ἀριστοφ. Ἱππ. 498· κατὰ ν. πράξας [[αὐτόθι]] 549· χωρεῖ κατὰ ν. ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 940, πρβλ. Πλάτ. Εὐθύφρ. 3Ε. 4) ὁ [[νοῦς]] ὡς ἀποφασίζων καὶ σχεδιάζων, ἀγαθῷ νόῳ, δηλ. εὐμενῶς, Ἡρόδ. 1. 60· τι σοι ἐν νόῳ ἐστὶ ποιεῖν; τὶ ἔχεις κατὰ νοῦν νὰ κάμῃς, τὶ σκοπὸν ἔχεις; ὁ αὐτ. 1. 109· ἡμῖν ἐν νόῳ ἐγένετο εἶπαι ὁ αὐτ. 9. 46· ἐν νόῳ ἔχειν, μετ’ ἀπαρ., ἔχω κατὰ νοῦν, διανοοῦμαι νά…, ὁ αὐτ. 1. 10, 27, Πλάτ., κτλ.: οὕτω, νοῦν ἔχειν, μετ’ ἀπαρ., Σοφ. Ἠλ. 1013, πρβλ. 1465, αἵ γὰρ τοῦτο θεοί ποιήσειαν ἐπὶ νόον νησιώτῃσιν, [[εἴθε]] οἱ θεοὶ νὰ ἔβαλλον τοῦτο εἰς τὸν νοῦν τῶν νησιωτῶν Ἡρόδ. 1. 27· οὕτω, θεοῖσι εἰδέναι [[χάριν]], οἳ οὐκ ἐπὶ νόον τρέπουσι Αἰθιόπων παισὶ γῆν [[ἄλλην]] προσκτᾶσθαι τῇ ἑωυτῶν ὁ αὐτ. 3. 21. ΙΙ. [[ἐνέργεια]] τοῦ νοῦ, [[σκέψις]], [[διανόημα]], ἡμῖν δ’ [[οὔτις]] [[νόος]] καὶ [[μῆτις]] [[ἀμείνων]] Ἰλ. Ο. 509· οὐ γάρ τις νόον [[ἄλλος]] ἀμείνονα τοῦδε νοήσει Ι. 104· οὐ γὰρ δὴ τοῦτον μὲν ἐβούλευσας νόον αὐτὴ Ὀδ. Ε. 23. 2) [[σκέψις]], [[σκοπός]], σχέδιον, νόον τελεῖν τινι Ἰλ. Ψ. 149· σάφ’ οἶσθ’ οἷος ν. Ἀτρεΐωνος Β. 192. ΙΙΙ. ἡ [[ἔννοια]] ἢ [[σημασία]] λέξεώς τινος, προτάσεως ἢ λόγου, [[οὗτος]] ὁ [[νόος]] τοῦ ῥημάτος Ἡρόδ. 7. 162, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 1439, Πολύβ., κτλ.· συχνὸν παρὰ τοῖς γραμματικοῖς. IV. ἐν τῇ Ἀττ. [[φιλοσοφία]], [[νοῦς]] ἦν ἡ [[δύναμις]] τοῦ ἀντιλαμβάνεσθαι καὶ διανοεῖσθαι, [[διάνοια]], [[λόγος]]. V. Ὁ Ἀναξαγόρας νοῦν ὠνόμασε τὴν δύναμιν ἥτις ἐνήργησεν ἐπὶ τῶν πρώτων στοιχειωδῶν μορίων τῆς ὕλης (τὰ ὁμοιομερῆ), Ἀναξαγόρ. Ἀποσπ. 8, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 97Β, C, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 1. 2, 5, Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 7, 3· ἴδε Grote εἰς Πλάτ. 1. 56 κἑξ.
|lstext='''νόος''': νόου, ὁ, Ἀττ. συνῃρ. [[νοῦς]], γεν. νοῦ· ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸν συνῃρ. τύπον [[ἅπαξ]], κατ’ ὀνομαστ., αὐτὰρ [[νοῦς]] ἦν [[ἔμπεδος]] ὡς τὸ [[πάρος]] περ Ὀδ. Κ. 240· [[οὕτως]] ὁ Ἡσ. ἐν Ἀποσπ. 48. 2, ὁ Πίνδ. ἐν Π. 3. 9, κατ’ αἰτ.· ὁ Ἡρόδ. [[οὐδαμοῦ]]: ὁ δὲ [[ἀσυναίρετος]] [[τύπος]] [[εἶναι]] ἐξ ἴσου [[σπάνιος]] παρ’ Ἀττ., [[ἅπαξ]] παρ’ Αἰσχύλ. (Χο. 742, ἰαμβ.), [[ἅπαξ]] παρὰ Σοφ. (Φιλ. 1209, λυρ.): ― ἐν τῇ Καιν. Διαθ. καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις, [[οἷον]] παρὰ Πλωτίν., Πορφυρ., εὕρηνται πτώσεις τινὲς κατὰ τὴν τρίτην κλίσ., γεν. νοός, δοτ. νοΐ, αἰτ. νόα, νόες, νόας, Λοβεκ. Φρύνιχ. 453. ― οἱ Ἀττ. πληθ. τύποι νοῖ, αἰτ. [[νοῦς]], [[εἶναι]] σπάνιοι παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσιν, [[οἷον]] ἐν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 397, ἀλλὰ συνήθεις παρὰ μεταγενεστ. φιλοσόφοις. Ἴδε Κόντου Σποράδ. Ὑπομήματα ἐν Σωκράτους τόμ. β΄ ἐν τῇ ἀρχῇ κἑξ. (Ἡ √ΝΟ φαίνεται συγγενὴς τῇ √ΓΝΟ, [[γιγνώσκω]]). 1) ὁ [[νοῦς]], ὡς ἀντιλαμβανόμενος καὶ κρίνων, [[ἀντίληψις]], [[προσοχή]], [[κρίσις]], οὐ λῆθε Διὸς πυκινὸν νόον Ἰλ. Ο. 461· πολυκερδὴς ν. Ὀδ. Ν. 255· [[νοῦς]] ὁρᾷ καὶ [[νοῦς]] ἀκούει, [[τἆλλα]] τυφλὰ καὶ κωφὰ Ἐπίχ. παρὰ Πλουτ. 2. 961Α, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 371· νόῳ, μὲ νοῦν, φρονίμως, Ὀδ. Ζ. 320· [[παρέκ]]. νόον, ἀνοήτως, ἀκρίτως, Ἰλ. Υ. 133· σὺν νόῳ, φρονίμως, σοφῶς, Ἡρόδ. 8. 86, 138· οὐδενὶ ξὺν νῷ Πλάτ. Κρίτων 48C· τοῦ νοῦ χωρὶς Σοφ. Ο. Τ. 550· τοῦ νοῦ κενὸς ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 931· νόῳ λαβεῖν τι, καταλαβεῖν, νοῆσαι, Ἡρόδ. 3. 51· νοῷ ἔχω, ἔχω ἐν νῷ, [[σκέπτομαι]], ὁ αὐτ. 5. 92, 7, Πλάτ. Πολ. 490Α (ἴδε κατωτ. 3). 3) ἡ [[φράσις]] νοῦν ἔχειν [[εἶναι]] ἐν χρήσει κατὰ πολλὰς σημασίας, α) ἔχω νοῦν, εἶμαι [[σώφρων]], [[φρόνιμος]], Σοφ. Τρ. 553, Ἀριστοφ. Βάτρ. 535, κτλ.· ὁ [[νοῦς]] ὅδ’ αὐτὸς νοῦν ἔχων οὐ τυγχάνει Εὐρ. Ι. Α. 1139· οὕτω, νοῦν ὀλίγον κεκτημένος Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 747· σμικρὸν νοῦ κεκτῆσθαι Πλάτ. Νόμ. 887Ε. β) νοῦν ἢ τὸν νοῦν ἔχω, ὡς καὶ νῦν, ἔχω τὸν νοῦν μου εἴς τι, [[προσέχω]], ἄλλοσ’ [[ὄμμα]], θἀτέρᾳ δὲ νοῦν ἔχειν Σοφ. Τρ. 272· τὸν νοῦν πρὸς αὐτὸν οὐκ ἔχων, [[ἐκεῖσε]] δὲ Εὐρ. Φοίν. 1418· [[δεῦρο]] νοῦν ἔχε ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1181· τὸν νοῦν ἔχειν [[οἴκοι]] ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 251· ποῦ τὸν ν. ἔχεις Ἀριστ. Ἐκκλ. 156· τὸν νοῦν ἔχειν [[πρός]] τινα ἤ τι (ἀπροσ. προσέχειν τὸν νοῦν) Θουκ. 7. 19, Πλάτ. Γοργ. 504D· [[πρός]] τινι ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 324Α, κτλ.· [[περί]] τινος ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 534Β· ἔν τινι Ἀνθ. Π. 7. 206· πρβλ. [[προσέχω]] Ι. 3. γ) ἀπροσ., περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα Σοφ. Ἀντ. 68. 3) ὁ [[νοῦς]] ἐν αἰσθήμασι καὶ τοῖς ὁμοίοις, ἡ καρδία, χαῖρε νόῳ Ὀδ. Θ. 78· κεῦθε νόῳ Ἰλ. Α. 363· [[χόλος]] νόον οἰδάνει Ι. 554· ἐν στήθεσσιν [[ἀτάρβητος]] [[νόος]] ἐστὶ Γ. 63· οὕτω, [[νόος]] [[ἔμπεδος]], [[ἀκήλητος]], ἀπηνὴς Ὅμ.· (οὕτω, ν. [[εὐμενής]], [[ἄγναμπτος]], κτλ., Πινδ. Π. 8. 25, Αἰσχύλ. Πρ. 163, κτλ.)· ἀνθρώπων [[νόος]], ἡ τῶν ἀνθρώπων [[διάθεσις]], Ὀδ. Α. 3· ἐκ παντὸς νόου, ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, Ἡρόδ. 8. 97· καὶ ταῦτά σοι τῷ νῷ θ’ ὁμοίως κἀπὸ τῆς γλώσσης [[λέγω]], καὶ ἐν τῷ νῷ διανοοῦμαι αὐτὰ καὶ διὰ τῆς γλώσσης σοὶ τὰ [[λέγω]], Σοφ. Ο. Κ. 936· ― [[συχνάκις]], κατὰ νόον, [[συμφώνως]] πρὸς τὸν νοῦν καὶ τὰς διαθέσεις τινός, Λατ. ex sententia, Ἡρόδ. 1. 117., 7. 104· εἰ τάδ’ ἔχει κατὰ νοῦν κείνῳ Σοφ. Ο. Κ. 1768· πράξειας κατὰ ν. τὸν ἐμὸν ὁ αὐτ. (Ἀποσπ. 415b) παρ’ Ἀριστοφ. Ἱππ. 498· κατὰ ν. πράξας [[αὐτόθι]] 549· χωρεῖ κατὰ ν. ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 940, πρβλ. Πλάτ. Εὐθύφρ. 3Ε. 4) ὁ [[νοῦς]] ὡς ἀποφασίζων καὶ σχεδιάζων, ἀγαθῷ νόῳ, δηλ. εὐμενῶς, Ἡρόδ. 1. 60· τι σοι ἐν νόῳ ἐστὶ ποιεῖν; τὶ ἔχεις κατὰ νοῦν νὰ κάμῃς, τὶ σκοπὸν ἔχεις; ὁ αὐτ. 1. 109· ἡμῖν ἐν νόῳ ἐγένετο εἶπαι ὁ αὐτ. 9. 46· ἐν νόῳ ἔχειν, μετ’ ἀπαρ., ἔχω κατὰ νοῦν, διανοοῦμαι νά…, ὁ αὐτ. 1. 10, 27, Πλάτ., κτλ.: οὕτω, νοῦν ἔχειν, μετ’ ἀπαρ., Σοφ. Ἠλ. 1013, πρβλ. 1465, αἵ γὰρ τοῦτο θεοί ποιήσειαν ἐπὶ νόον νησιώτῃσιν, [[εἴθε]] οἱ θεοὶ νὰ ἔβαλλον τοῦτο εἰς τὸν νοῦν τῶν νησιωτῶν Ἡρόδ. 1. 27· οὕτω, θεοῖσι εἰδέναι [[χάριν]], οἳ οὐκ ἐπὶ νόον τρέπουσι Αἰθιόπων παισὶ γῆν [[ἄλλην]] προσκτᾶσθαι τῇ ἑωυτῶν ὁ αὐτ. 3. 21. ΙΙ. [[ἐνέργεια]] τοῦ νοῦ, [[σκέψις]], [[διανόημα]], ἡμῖν δ’ [[οὔτις]] [[νόος]] καὶ [[μῆτις]] [[ἀμείνων]] Ἰλ. Ο. 509· οὐ γάρ τις νόον [[ἄλλος]] ἀμείνονα τοῦδε νοήσει Ι. 104· οὐ γὰρ δὴ τοῦτον μὲν ἐβούλευσας νόον αὐτὴ Ὀδ. Ε. 23. 2) [[σκέψις]], [[σκοπός]], σχέδιον, νόον τελεῖν τινι Ἰλ. Ψ. 149· σάφ’ οἶσθ’ οἷος ν. Ἀτρεΐωνος Β. 192. ΙΙΙ. ἡ [[ἔννοια]] ἢ [[σημασία]] λέξεώς τινος, προτάσεως ἢ λόγου, [[οὗτος]] ὁ [[νόος]] τοῦ ῥημάτος Ἡρόδ. 7. 162, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 1439, Πολύβ., κτλ.· συχνὸν παρὰ τοῖς γραμματικοῖς. IV. ἐν τῇ Ἀττ. [[φιλοσοφία]], [[νοῦς]] ἦν ἡ [[δύναμις]] τοῦ ἀντιλαμβάνεσθαι καὶ διανοεῖσθαι, [[διάνοια]], [[λόγος]]. V. Ὁ Ἀναξαγόρας νοῦν ὠνόμασε τὴν δύναμιν ἥτις ἐνήργησεν ἐπὶ τῶν πρώτων στοιχειωδῶν μορίων τῆς ὕλης (τὰ ὁμοιομερῆ), Ἀναξαγόρ. Ἀποσπ. 8, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 97Β, C, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 1. 2, 5, Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 7, 3· ἴδε Grote εἰς Πλάτ. 1. 56 κἑξ.
}}
{{bailly
|btext=[[νοῦς]], νόου-νοῦ (ὁ) :<br /><b>I.</b> faculté de penser :<br /><b>1</b> intelligence, esprit, pensée : τὸν [[νοῦν]] ἔχειν [[πρός]] τινα <i>ou</i> [[τι]] ATT diriger sa pensée, son attention sur qqn <i>ou</i> qch ; [[ἐν]] [[νῷ]] ἔχειν PLAT avoir dans l’esprit, dans la mémoire;<br /><b>2</b> intelligence, sagacité, sagesse : νόῳ OD, σὺν νόῳ HDT avec bon sens, avec intelligence, avec réflexion ; οὐδενὶ ξὺν [[νῷ]] PLAT sans aucune intelligence ; παρὲκ νόον IL sans motif raisonnable ; νοῦ [[κενός]] SOPH sans esprit, inintelligent, déraisonnable ; [[νοῦν]] ἔχειν SOPH avoir de l’esprit, être intelligent, avisé, raisonnable ; [[νοῦν]] ἔχειν avec l’inf. SOPH avoir l’intelligence de, apprendre à ; • <i>impers.</i> [[νοῦν]] [[οὐκ]] [[ἔχει]] avec l’inf. SOPH cela n’a pas le sens commun, cela est absurde, déraisonnable;<br /><b>3</b> pensée, projet, intention, manière de voir : νόον νοεῖν IL, βουλεύειν OD avoir une intention, un dessein ; τρέπειν τινὶ ἐπὶ νόον HDT déterminer qqn à ; ποιεῖν τινι ἐπὶ νόον HDT mettre à qqn qch dans l’esprit, lui suggérer une idée <i>ou</i> une résolution ; [[ἐν]] νόῳ ἔχειν avoir dans l’esprit, avoir l’intention de, projeter de, avec l’inf. ; [[τί]] [[ἐν]] [[νῷ]] ἔχεις ; XÉN qu’as-tu l’intention de faire ?;<br /><b>II. 1</b> âme, cœur : [[χαῖρε]] νόῳ OD il se réjouit dans son cœur ; κεῦθε νόῳ IL cache dans ton cœur ; [[χόλος]] νόον οἰδάνει IL la colère gonfle l’âme;<br /><b>2</b> disposition de l’âme, sentiment, manière de penser : ἀνθρώπων [[νόος]] OD l’esprit des hommes, leur façon de penser ; [[νοῦν]] [[ἔχω]] τὸν αὐτόν AR je pense encore de même;<br /><b>3</b> volonté, désir : νόον τελεῖν τινι IL accomplir le vœu de qqn ; [[ταύτῃ]] ὁ [[νόος]] φέρει HDT c’est là que va sa pensée, c’est là l’objet de ses désirs ; κατὰ [[νοῦν]] selon l’esprit, le vœu, le désir, la volonté de qqn, à souhait.<br />'''Étymologie:''' R. Γνω connaître ; cf. [[γιγνώσκω]].
}}
}}