3,274,919
edits
(6_14) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νηλίπους''': ὁ, ἡ, ἀνυπόδυτος, [[γυμνόπους]], ἄσιτος ν. τ’ ἀλωμένη Σοφ. Ο. Κ. 349· ν. [[βίος]] Λυκόφρ. 635· [[ὡσαύτως]] νήλιπος, ον, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 646, Ἰω. Λυδ. π. Ἀρχῶν Πολιτικ. 1. 42· πρβλ. [[ἀνήλιπος]]. (Κοινῶς ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ νη-, [[ἦλιψ]], [[ἄνευ]] ὑποδήματος· ἀλλ’ ὑπάρχει [[ἀμφιβολία]] [[μήπως]] τὸ -ποὺς ἢ -πος [[εἶναι]] [[ἁπλῶς]] καταλήξεις, πρβλ. [[Οἰδίπους]], Οἴδιπος). | |lstext='''νηλίπους''': ὁ, ἡ, ἀνυπόδυτος, [[γυμνόπους]], ἄσιτος ν. τ’ ἀλωμένη Σοφ. Ο. Κ. 349· ν. [[βίος]] Λυκόφρ. 635· [[ὡσαύτως]] νήλιπος, ον, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 646, Ἰω. Λυδ. π. Ἀρχῶν Πολιτικ. 1. 42· πρβλ. [[ἀνήλιπος]]. (Κοινῶς ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ νη-, [[ἦλιψ]], [[ἄνευ]] ὑποδήματος· ἀλλ’ ὑπάρχει [[ἀμφιβολία]] [[μήπως]] τὸ -ποὺς ἢ -πος [[εἶναι]] [[ἁπλῶς]] καταλήξεις, πρβλ. [[Οἰδίπους]], Οἴδιπος). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ίποδος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> qui va nu-pieds;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> pauvre, misérable.<br />'''Étymologie:''' DELG selon une schol. à Théocr. de νη- et [[ἦλιψ]], nom d’une chaussure dorienne, inconnue par ailleurs. | |||
}} | }} |