νήκεστος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νήκεστος''': -ον, (νη-, [[ἀκέομαι]]) [[ἀνίατος]], οὐδ. ὡς ἐπίρρ., ἀνιάτως, ὅς κε... νήκεστον ἀασθῇ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 281.
|lstext='''νήκεστος''': -ον, (νη-, [[ἀκέομαι]]) [[ἀνίατος]], οὐδ. ὡς ἐπίρρ., ἀνιάτως, ὅς κε... νήκεστον ἀασθῇ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 281.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />incurable.<br />'''Étymologie:''' νη-, [[ἀκέομαι]].
}}
}}