φαντασιοπλήκτως: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_7)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''φαντᾱσιοπλήκτως''': Ἐπίρρ., κατὰ τρόπον πλήττοντα τὰς αἰσθήσεις ἢ τὴν φαντασίαν, Μᾶρκ. Ἀντων. 1. 7.
|lstext='''φαντᾱσιοπλήκτως''': Ἐπίρρ., κατὰ τρόπον πλήττοντα τὰς αἰσθήσεις ἢ τὴν φαντασίαν, Μᾶρκ. Ἀντων. 1. 7.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />de manière à frapper l’imagination.<br />'''Étymologie:''' [[φαντασία]], [[πλήσσω]].
}}
}}