ῥυσιάζω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_13b)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥῡσῐάζω''': μέλλ. -άσω, ([[ῥύσιον]]) [[ἁρπάζω]] ὡς λάφυρον, [[μετὰ]] βίας [[σύρω]], ψευδόδειπνα... μαργώσης γνάθου ἐρρυσίαζον Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 251, Εὐρ. Ἴων 523, Φίλων 1. 638. - Παθητ., βιαίως σύρομαι, ἁρπάζομαι, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 424, Εὐρ. Ἴων 1406· ἀγομένους... καὶ ῥυσιαζομένους Πλουτ. Κοριολ. 5. 2) [[διαρπάζω]], τὴν πόλιν Διοδ. Ἐκλογ. 548. 59. 3) ῥυσιάζεσθαι = ἐνεχυριάζειν Φώτ. ἐν λ. [[ῥύσια]].
|lstext='''ῥῡσῐάζω''': μέλλ. -άσω, ([[ῥύσιον]]) [[ἁρπάζω]] ὡς λάφυρον, [[μετὰ]] βίας [[σύρω]], ψευδόδειπνα... μαργώσης γνάθου ἐρρυσίαζον Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 251, Εὐρ. Ἴων 523, Φίλων 1. 638. - Παθητ., βιαίως σύρομαι, ἁρπάζομαι, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 424, Εὐρ. Ἴων 1406· ἀγομένους... καὶ ῥυσιαζομένους Πλουτ. Κοριολ. 5. 2) [[διαρπάζω]], τὴν πόλιν Διοδ. Ἐκλογ. 548. 59. 3) ῥυσιάζεσθαι = ἐνεχυριάζειν Φώτ. ἐν λ. [[ῥύσια]].
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> enlever de force, arracher;<br /><b>2</b> prendre et retenir en gage ; <i>Pass.</i> être pris comme gage.<br />'''Étymologie:''' [[ῥύσιον]].
}}
}}