περίθερμος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_16)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περίθερμος''': -ον, [[πάνυ]] [[θερμός]], Πλούτ. 2. 642C, κτλ.· μεταφορ., ἐπὶ τοῦ νοῦ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 144.
|lstext='''περίθερμος''': -ον, [[πάνυ]] [[θερμός]], Πλούτ. 2. 642C, κτλ.· μεταφορ., ἐπὶ τοῦ νοῦ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 144.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tout à fait chaud.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[θερμός]].
}}
}}