τανύπεπλος: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾰνύπεπλος''': [ῠ], -ον, ἡ φοροῦσα πέπλον, μακρὰν ἐσθῆτα, [[συχν]]. παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ., ἀείποτε ὡς ἐπίθετον εὐγενῶν δεσποινῶν, Ἑλένη Ἰλ. Γ. 228, Ὀδ. Δ. 305 [[Θέτις]] Ἰλ. Σ. 385· - κωμικῶς, οὐδὲ [[πλακοῦς]] [[τανύπεπλος]], ἔχων πολὺ [[σησαμότυρον]] Βατραχομυομ. 36.
|lstext='''τᾰνύπεπλος''': [ῠ], -ον, ἡ φοροῦσα πέπλον, μακρὰν ἐσθῆτα, [[συχν]]. παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ., ἀείποτε ὡς ἐπίθετον εὐγενῶν δεσποινῶν, Ἑλένη Ἰλ. Γ. 228, Ὀδ. Δ. 305 [[Θέτις]] Ἰλ. Σ. 385· - κωμικῶς, οὐδὲ [[πλακοῦς]] [[τανύπεπλος]], ἔχων πολὺ [[σησαμότυρον]] Βατραχομυομ. 36.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à la longue robe, à la robe flottante.<br />'''Étymologie:''' [[τανύω]], [[πέπλος]].
}}
}}