νευρορράφος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νευρορράφος''': ὁ, ([[νεῦρον]] ΙΙ, [[ῥάπτω]]) ὁ ῥάπτων διὰ νεύρων, ὁ διορθῶν ὑποδήματα, [[σκυτοτόμος]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 739, Πλάτ. Πολ. 421Α· πρβλ. ῥομφεῖς. ΙΙ. ὁ κατασκευάζων χορδὰς τῆς λύρας, Λυκοῦργ. παρὰ Σχολ. εἰς Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.
|lstext='''νευρορράφος''': ὁ, ([[νεῦρον]] ΙΙ, [[ῥάπτω]]) ὁ ῥάπτων διὰ νεύρων, ὁ διορθῶν ὑποδήματα, [[σκυτοτόμος]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 739, Πλάτ. Πολ. 421Α· πρβλ. ῥομφεῖς. ΙΙ. ὁ κατασκευάζων χορδὰς τῆς λύρας, Λυκοῦργ. παρὰ Σχολ. εἰς Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui coud avec des cordes à boyau ; ὁ [[νευρορράφος]] savetier.<br />'''Étymologie:''' [[νεῦρον]], [[ῥάπτω]].
}}
}}