νοσηρός: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νοσηρός''': -ά, -όν, ὡς τὸ [[νοσερός]], [[νοσώδης]], ἐπιβλαβὴς εἰς τὴν ὑγείαν, ἐπὶ συμπτωμάτων, Ἱππ. Ἀφ. 1256· ἐπὶ τόπων, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 16.
|lstext='''νοσηρός''': -ά, -όν, ὡς τὸ [[νοσερός]], [[νοσώδης]], ἐπιβλαβὴς εἰς τὴν ὑγείαν, ἐπὶ συμπτωμάτων, Ἱππ. Ἀφ. 1256· ἐπὶ τόπων, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 16.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />qui rend malade, malsain, insalubre.<br />'''Étymologie:''' [[νόσος]].
}}
}}