ξιφίδιον: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξῐφίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[ξίφος]], ἐγχειρίδιον, Ἀριστοφ. Λυσ. 53, Θουκ. 3. 22, κτλ.
|lstext='''ξῐφίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[ξίφος]], ἐγχειρίδιον, Ἀριστοφ. Λυσ. 53, Θουκ. 3. 22, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />petite épée.<br />'''Étymologie:''' [[ξίφος]].
}}
}}