νεότευκτος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_18)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεότευκτος''': -ον, ὁ νεωστὶ εἰργασμένος, [[κασσίτερος]] Ἰλ. Φ. 592· εἰκὼν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 311.
|lstext='''νεότευκτος''': -ον, ὁ νεωστὶ εἰργασμένος, [[κασσίτερος]] Ἰλ. Φ. 592· εἰκὼν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 311.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />nouvellement fabriqué.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[τεύχω]].
}}
}}