νυκτηγορέω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νυκτηγορέω''': ἀγγέλλω ἢ προσκαλῶ διὰ νυκτός, Εὐρ. Ρῆσ. 89· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Αἰσχύλ. Θήβ. 29.
|lstext='''νυκτηγορέω''': ἀγγέλλω ἢ προσκαλῶ διὰ νυκτός, Εὐρ. Ρῆσ. 89· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Αἰσχύλ. Θήβ. 29.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />tenir une assemblée de nuit ; <i>Pass.</i> être délibéré <i>ou</i> discuté de nuit.<br />'''Étymologie:''' [[νύξ]], [[ἀγορά]].
}}
}}