μοσχοποιέω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_2)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μοσχοποιέω''': [[κάμνω]], [[κατασκευάζω]] μόσχον, περὶ τοῦ ἐν τῇ ἐρήμῳ ἐκ μετάλλου μόσχου τῶν Ἑβραίων, Πράξ. Ἀποστ. ζ΄, 41.
|lstext='''μοσχοποιέω''': [[κάμνω]], [[κατασκευάζω]] μόσχον, περὶ τοῦ ἐν τῇ ἐρήμῳ ἐκ μετάλλου μόσχου τῶν Ἑβραίων, Πράξ. Ἀποστ. ζ΄, 41.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />fabriquer l’image d’un veau.<br />'''Étymologie:''' [[μόσχος]], [[ποιέω]].
}}
}}