φοινικόβαπτος: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_17)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φοινῑκόβαπτος''': -ον, ὁ βεβαμμένος εἰς [[χρῶμα]] φοινικοῦν, ἐσθήματα Αἰσχύλ. Εὐμ. 1028.
|lstext='''φοινῑκόβαπτος''': -ον, ὁ βεβαμμένος εἰς [[χρῶμα]] φοινικοῦν, ἐσθήματα Αἰσχύλ. Εὐμ. 1028.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />teint en pourpre.<br />'''Étymologie:''' [[φοῖνιξ]]¹, [[βάπτω]].
}}
}}