ὄθριξ: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_5)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὄθριξ''': γεν. ὄτρῐχος, ποιητ. ἀντὶ [[ὁμόθριξ]], ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ὁμοίας τρίχας, Ἰλ. Β. 765.
|lstext='''ὄθριξ''': γεν. ὄτρῐχος, ποιητ. ἀντὶ [[ὁμόθριξ]], ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ὁμοίας τρίχας, Ἰλ. Β. 765.
}}
{{bailly
|btext=[[ὄτριχος]] (ὁ, ἡ)<br />à chevelure <i>ou</i> crinière semblable.<br />'''Étymologie:''' préf. ὀ-, [[θρίξ]].
}}
}}