3,277,119
edits
(6_12) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οἰκειόω''': Ἰων, οἰκηιόω, [[κάμνω]] τι ἢ τινὰ οἰκεῖον, ([[οἰκεῖος]] ΙΙΙ). 1) [[κάμνω]] τινὰ φίλον μου, ἀντίθετον τῷ ἀλλοτριόω, Θουκ. 3. 65. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ., 1) μετ’ αἰτ. προσ. [[κάμνω]] τινὰ φίλον μου, κτῶμαι τὴν εὔνοιαν ἢ ἀγάπην τινός, Ἡρόδ. 4. 148, Πλάτ. Νόμ. 738D· οὐκ ᾠκειώσατο πρὸς αὐτὸν Πλουτ. Ὄθων 2˙ οἰκ. τὸν δῆμον λόγῳ Διον. Ἁλ. 9. 44˙ - Παθ., [[γίνομαι]] φίλος, ἀντίθετ. τῷ πολεμοῦμαι, Θουκ. 1. 36, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτ. 7. 17, 13. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., [[κάμνω]] τι ἴδιόν μου, ἀπαιτῶ ὡς ἴδιόν μου [[πρᾶγμα]], οἰκειοποιοῦμαι, τὴν Ἀσίην οἰκηιεῦνται οἱ Πέρσαι Ἡρόδ. 1. 4˙ τούτων τὴν ἐξεύρεσιν οὐκ οἰκηιεῦνται Λυδοὶ [[αὐτόθι]] 94˙ [[οὕτως]], Αἰγύπτιοι οἰκηιεῦνται Καμβύσεα, θεωροῦσιν ὡς ἀνήκοντα εἰς ἑαυτούς, ὁ αὐτ. 3. 2˙ ἅπαντα τὰ ἐν πόλει οἰκειοῦσθαι, οἰκειοποιεῖσθαι, Πλάτ. Πολ. 466C· σχεδὸν ὡς τὸ [[σφετερίζω]], ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 843Ε. 3) [[καθόλου]], [[προσαρμόζω]], τριμμάτιον ᾠκείωσα τούτοις ἀνθινὸν παντοδαπὸν Σωτάδης ἐν «Ἐγκλειομέναις» 1. 16˙ τὴν πραγματείαν ἡμῶν ... πρὸς ἓν γένος ἀκροατῶν οἰκεοῦσθαι Πολύβ, 9. 1, 2. - Παθ., [[γίνομαι]] [[οἰκεῖος]] ἢ ἑνοῦμαι στενῶς, ἰσχυρῶς, ταῖς ψυχαῖς Πλάτ. Πρωτ. 326Β, πρβλ. Παρμ. 128Α˙ οἱ ᾠκειωμένοι φυσιολογίᾳ Διογ. Λ. 10. 37. | |lstext='''οἰκειόω''': Ἰων, οἰκηιόω, [[κάμνω]] τι ἢ τινὰ οἰκεῖον, ([[οἰκεῖος]] ΙΙΙ). 1) [[κάμνω]] τινὰ φίλον μου, ἀντίθετον τῷ ἀλλοτριόω, Θουκ. 3. 65. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ., 1) μετ’ αἰτ. προσ. [[κάμνω]] τινὰ φίλον μου, κτῶμαι τὴν εὔνοιαν ἢ ἀγάπην τινός, Ἡρόδ. 4. 148, Πλάτ. Νόμ. 738D· οὐκ ᾠκειώσατο πρὸς αὐτὸν Πλουτ. Ὄθων 2˙ οἰκ. τὸν δῆμον λόγῳ Διον. Ἁλ. 9. 44˙ - Παθ., [[γίνομαι]] φίλος, ἀντίθετ. τῷ πολεμοῦμαι, Θουκ. 1. 36, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτ. 7. 17, 13. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., [[κάμνω]] τι ἴδιόν μου, ἀπαιτῶ ὡς ἴδιόν μου [[πρᾶγμα]], οἰκειοποιοῦμαι, τὴν Ἀσίην οἰκηιεῦνται οἱ Πέρσαι Ἡρόδ. 1. 4˙ τούτων τὴν ἐξεύρεσιν οὐκ οἰκηιεῦνται Λυδοὶ [[αὐτόθι]] 94˙ [[οὕτως]], Αἰγύπτιοι οἰκηιεῦνται Καμβύσεα, θεωροῦσιν ὡς ἀνήκοντα εἰς ἑαυτούς, ὁ αὐτ. 3. 2˙ ἅπαντα τὰ ἐν πόλει οἰκειοῦσθαι, οἰκειοποιεῖσθαι, Πλάτ. Πολ. 466C· σχεδὸν ὡς τὸ [[σφετερίζω]], ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 843Ε. 3) [[καθόλου]], [[προσαρμόζω]], τριμμάτιον ᾠκείωσα τούτοις ἀνθινὸν παντοδαπὸν Σωτάδης ἐν «Ἐγκλειομέναις» 1. 16˙ τὴν πραγματείαν ἡμῶν ... πρὸς ἓν γένος ἀκροατῶν οἰκεοῦσθαι Πολύβ, 9. 1, 2. - Παθ., [[γίνομαι]] [[οἰκεῖος]] ἢ ἑνοῦμαι στενῶς, ἰσχυρῶς, ταῖς ψυχαῖς Πλάτ. Πρωτ. 326Β, πρβλ. Παρμ. 128Α˙ οἱ ᾠκειωμένοι φυσιολογίᾳ Διογ. Λ. 10. 37. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> οἰκειώσω, <i>pf. Pass.</i> ᾠκείωμαι;<br />rendre familier, <i>d’où</i><br /><b>1</b> unir intimement;<br /><b>2</b> rendre propre <i>ou</i> particulier à, approprier ; <i>au sens réfléchi (s.e.</i> ἑαυτῷ) s’approprier, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> οἰκειόομαι-οῦμαι;<br /><b>1</b> unir à soi ; se concilier ; <i>avec idée de force</i> s’approprier, acc.;<br /><b>2</b> unir, concilier.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκεῖος]]. | |||
}} | }} |