ὄγμος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὄγμος''': ὁ, [[κυρίως]] ἡ ἐπὶ εὐθὺ τοῦ ἀρότρου [[τομή]], [[αὐλάκιον]], τοὶ δὲ [[στρέψασκον]] ἀν’ ὄγμους, «ὄγμους, τὰς ἐπ’ εὐθείας τοῦ ἔργου διεξόδους φησί, τὰς αὔλακας» (Σχόλ.), Ἰλ. Σ. 546· πίονες ὄγμοι Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 455. 2) τὸ ἐπίστιχον [[ἔργον]] τῶν θεριζόντων ἐπὶ τῆς κατ’ εὐθὺ τάξεως τοῦ θερισμοῦ, ὥστ’ ἀμητῆρες ἐναντίοι ἀλλήλοισιν ὄγμον ἐλαύνωσιν.. κατ’ ἄρουραν, «[[ὥσπερ]] θεριστὰς [[ἐναντίον]] [[ἀλλήλων]] στίχον [[ἐφεξῆς]] συντόμως κόπτουσι κατ’ ἄρουραν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Λ. 68· δράγματα δ’ ἄλλα μετ’ ὄγμον.. πῖπτον Σ. 552, πρβλ. 557· ὄγμον ἄγειν Θεόκρ. 10. 2. 3) μεταφ., ὅτε πλήθῃ [[μέγας]] [[ὄγμος]], [[ὅταν]] ὁ [[μέγας]] [τῆς σελήνης] [[κύκλος]] πληρωθῇ, Ὕμν. Ὁμ. 32. 11· [[οὕτως]] ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ἄρατ. 748, πρβλ. Νικ. Θ. 571· [[ὡσαύτως]], [[ὄγμος]] κακοῦ ... γήραος, ὅ. ἐ. ἐρρυτιδωμένον [[γῆρας]], Ἀρχίλ. 91· [[ὄγμος]] ὀδόντων, σειρὰ ὀδόντων, Ἀνθ. Πλαν. 265, κτλ. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἄγω· πρβλ. τὸ Σανσκρ. aǵ-m-an, aǵ-m-as, Λατ. ag-m-en.
|lstext='''ὄγμος''': ὁ, [[κυρίως]] ἡ ἐπὶ εὐθὺ τοῦ ἀρότρου [[τομή]], [[αὐλάκιον]], τοὶ δὲ [[στρέψασκον]] ἀν’ ὄγμους, «ὄγμους, τὰς ἐπ’ εὐθείας τοῦ ἔργου διεξόδους φησί, τὰς αὔλακας» (Σχόλ.), Ἰλ. Σ. 546· πίονες ὄγμοι Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 455. 2) τὸ ἐπίστιχον [[ἔργον]] τῶν θεριζόντων ἐπὶ τῆς κατ’ εὐθὺ τάξεως τοῦ θερισμοῦ, ὥστ’ ἀμητῆρες ἐναντίοι ἀλλήλοισιν ὄγμον ἐλαύνωσιν.. κατ’ ἄρουραν, «[[ὥσπερ]] θεριστὰς [[ἐναντίον]] [[ἀλλήλων]] στίχον [[ἐφεξῆς]] συντόμως κόπτουσι κατ’ ἄρουραν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Λ. 68· δράγματα δ’ ἄλλα μετ’ ὄγμον.. πῖπτον Σ. 552, πρβλ. 557· ὄγμον ἄγειν Θεόκρ. 10. 2. 3) μεταφ., ὅτε πλήθῃ [[μέγας]] [[ὄγμος]], [[ὅταν]] ὁ [[μέγας]] [τῆς σελήνης] [[κύκλος]] πληρωθῇ, Ὕμν. Ὁμ. 32. 11· [[οὕτως]] ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ἄρατ. 748, πρβλ. Νικ. Θ. 571· [[ὡσαύτως]], [[ὄγμος]] κακοῦ ... γήραος, ὅ. ἐ. ἐρρυτιδωμένον [[γῆρας]], Ἀρχίλ. 91· [[ὄγμος]] ὀδόντων, σειρὰ ὀδόντων, Ἀνθ. Πλαν. 265, κτλ. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἄγω· πρβλ. τὸ Σανσκρ. aǵ-m-an, aǵ-m-as, Λατ. ag-m-en.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> sillon que trace la charrue;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> rangée ; rang de javelles.<br />'''Étymologie:''' R. Ἀγ, mener ; cf. [[ἄγω]].
}}
}}