μυχός: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μῠχός''': ὁ, (μύω) ἑτερογ. πληθ. μυχά, Καλλ. εἰς Δῆλ. 142, Διον. Π. 117, 128, κτλ.· ― τὸ ἐνδότατον [[μέρος]], τὸ [[βάθος]], Λατ. sinus, recessus, μυχῷ δόμου ὑψηλοῖο Ἰλ. Χ. 440· μ. σπείους γλαφυροῖο Ὀδ. Ε. 226· μ. ἄντρου θεσπεσίοιο Ν. 363· οὕτω, μυχῷ Ἄργεος, «τῷ ἐσωτάτῳ μέρει τοῦ Ἄργους» (Σχόλ.), «δηλοῖ δὲ ὁ [[μυχός]], τὸ μὴ ἐν ἄκρῳ Πελοποννήσου κεῖσθαί που τὰς Μυκήνας, ἀλλ’ ἐν βάθει» (Σχόλ.), Ὀδ. Γ. 263· ἐπὶ τῆς Κορίνθου, Ἰλ. Ζ. 152· Τάρταρά τ’ ἠερόεντα μυχῷ χθονὸς Ἡσ. Θ. 119· [[τῆλε]] μυχῷ νήσων ἱεράων [[αὐτόθι]] 1014· ἐν μυχῷ τῆς θήκης Ἡρόδ. 3. 16· μ. [[μαντεῖος]] Πινδ. Π. 5. 91· καλαινὸς Ἄιδος μ. Αἰσχύλ. Πρ. 433· [[οὕτως]] ἐν τῷ πληθ., Κορίνθου ἐν μυχοῖσι Πινδ. Ν. 10. 78· μυχοὶ χθονὸς ἢ γῆς, τὸ [[βασίλειον]] τοῦ Ἅιδου, Εὐρ. Ἱκ. 936· Τρῳ 945· κτλ.· μυχοὶ μαντικοὶ Αἰσχύλ. Εὐμ. 179 πρβλ. Markl. Ἱκέτ. 545· ἀλλ’ ἡ κακὴ σὴ διὰ μυχῶν βλέπουσ’ ἀεὶ [[ψυχή]], ἀλλ’ ἡ κακὴ [[ψυχή]] σου ἡ [[πάντοτε]] ἐνεδρεύουσα ἐκ σκοτεινοῦ τινος μέρους, Σοφ. Φ. 1013. 2) τὸ ἐσώτατον [[μέρος]] οἰκίας, τὸ κατοικούμενον ὑπὸ γυναικῶν, ὁ [[γυναικών]], Λατ. penetralia, ἐς μυχὸν ἐξ οὐδοῖο, δηλ. ἐκ τῆς εἰσόδου τοῦ οἴκου [[μέχρι]] τῆς θύρας τοῦ γυναικῶνος, Ὀδ. Η. 96 (ὁ στίχ. 87 ἐς μυχὸν ἐξ οὐδοῦ... [[εἶναι]] πιθ. [[νόθος]])· μυχοῦ [[ἄφερκτος]] Αἰσχύλ. Χο. 446· τὸ [[φάρμακον]]... ἐν μυχοῖς σῴζειν, εἰς τὰ [[μάλιστα]] ἀπόκρυφα μέρη, Σοφ. Τρ. 686· οὐ γὰρ ἐν μ. ἔτι, δὲν [[εἶναι]] κεκρυμμένη πλέον ἐντὸς τῆς οἰκίας ([[ἐπειδὴ]] αἱ θύραι ἀνεῴχθησαν, καθ’ ἃ παρατηρεῖ ὁ Σχολ.), ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1293, πρβλ. Εὐρ. Τρῳ. 299· πρβλ. [[μυχόθεν]]. 3) [[κόλπος]] ἐκτεινόμενος βαθέως εἰς τὴν ξηράν, Ἡρόδ. 2. 11., 4. 21· ἐς μυχοὺς ἁλὸς Πινδ. Π. 6. 12· [[πόντιος]] μ., ὁ Ἀδριατικὸς [[κόλπος]], Αἰσχύλ. Πρ. 839· παρὰ πεζογράφοις, ἐν τῷ κοίλῳ καὶ μ. τοῦ λιμένος Θουκ. 7. 52· ἐν τοῖς ἄγκεσι καὶ μ. τῶν ὀρέων Ξεν. Ἀν. 4. 1, 7· ἐν τῷ μ. τοῦ Ἀδρίου Ἀριστ. π. Θαυμασ. 81. ― Περὶ τῶν ἀνωμάλων ὑπερθετ. [[μυχοίτατος]], [[μύχατος]], κτλ., ἴδε αὐτὰς τὰς λέξεις.
|lstext='''μῠχός''': ὁ, (μύω) ἑτερογ. πληθ. μυχά, Καλλ. εἰς Δῆλ. 142, Διον. Π. 117, 128, κτλ.· ― τὸ ἐνδότατον [[μέρος]], τὸ [[βάθος]], Λατ. sinus, recessus, μυχῷ δόμου ὑψηλοῖο Ἰλ. Χ. 440· μ. σπείους γλαφυροῖο Ὀδ. Ε. 226· μ. ἄντρου θεσπεσίοιο Ν. 363· οὕτω, μυχῷ Ἄργεος, «τῷ ἐσωτάτῳ μέρει τοῦ Ἄργους» (Σχόλ.), «δηλοῖ δὲ ὁ [[μυχός]], τὸ μὴ ἐν ἄκρῳ Πελοποννήσου κεῖσθαί που τὰς Μυκήνας, ἀλλ’ ἐν βάθει» (Σχόλ.), Ὀδ. Γ. 263· ἐπὶ τῆς Κορίνθου, Ἰλ. Ζ. 152· Τάρταρά τ’ ἠερόεντα μυχῷ χθονὸς Ἡσ. Θ. 119· [[τῆλε]] μυχῷ νήσων ἱεράων [[αὐτόθι]] 1014· ἐν μυχῷ τῆς θήκης Ἡρόδ. 3. 16· μ. [[μαντεῖος]] Πινδ. Π. 5. 91· καλαινὸς Ἄιδος μ. Αἰσχύλ. Πρ. 433· [[οὕτως]] ἐν τῷ πληθ., Κορίνθου ἐν μυχοῖσι Πινδ. Ν. 10. 78· μυχοὶ χθονὸς ἢ γῆς, τὸ [[βασίλειον]] τοῦ Ἅιδου, Εὐρ. Ἱκ. 936· Τρῳ 945· κτλ.· μυχοὶ μαντικοὶ Αἰσχύλ. Εὐμ. 179 πρβλ. Markl. Ἱκέτ. 545· ἀλλ’ ἡ κακὴ σὴ διὰ μυχῶν βλέπουσ’ ἀεὶ [[ψυχή]], ἀλλ’ ἡ κακὴ [[ψυχή]] σου ἡ [[πάντοτε]] ἐνεδρεύουσα ἐκ σκοτεινοῦ τινος μέρους, Σοφ. Φ. 1013. 2) τὸ ἐσώτατον [[μέρος]] οἰκίας, τὸ κατοικούμενον ὑπὸ γυναικῶν, ὁ [[γυναικών]], Λατ. penetralia, ἐς μυχὸν ἐξ οὐδοῖο, δηλ. ἐκ τῆς εἰσόδου τοῦ οἴκου [[μέχρι]] τῆς θύρας τοῦ γυναικῶνος, Ὀδ. Η. 96 (ὁ στίχ. 87 ἐς μυχὸν ἐξ οὐδοῦ... [[εἶναι]] πιθ. [[νόθος]])· μυχοῦ [[ἄφερκτος]] Αἰσχύλ. Χο. 446· τὸ [[φάρμακον]]... ἐν μυχοῖς σῴζειν, εἰς τὰ [[μάλιστα]] ἀπόκρυφα μέρη, Σοφ. Τρ. 686· οὐ γὰρ ἐν μ. ἔτι, δὲν [[εἶναι]] κεκρυμμένη πλέον ἐντὸς τῆς οἰκίας ([[ἐπειδὴ]] αἱ θύραι ἀνεῴχθησαν, καθ’ ἃ παρατηρεῖ ὁ Σχολ.), ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1293, πρβλ. Εὐρ. Τρῳ. 299· πρβλ. [[μυχόθεν]]. 3) [[κόλπος]] ἐκτεινόμενος βαθέως εἰς τὴν ξηράν, Ἡρόδ. 2. 11., 4. 21· ἐς μυχοὺς ἁλὸς Πινδ. Π. 6. 12· [[πόντιος]] μ., ὁ Ἀδριατικὸς [[κόλπος]], Αἰσχύλ. Πρ. 839· παρὰ πεζογράφοις, ἐν τῷ κοίλῳ καὶ μ. τοῦ λιμένος Θουκ. 7. 52· ἐν τοῖς ἄγκεσι καὶ μ. τῶν ὀρέων Ξεν. Ἀν. 4. 1, 7· ἐν τῷ μ. τοῦ Ἀδρίου Ἀριστ. π. Θαυμασ. 81. ― Περὶ τῶν ἀνωμάλων ὑπερθετ. [[μυχοίτατος]], [[μύχατος]], κτλ., ἴδε αὐτὰς τὰς λέξεις.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />partie la plus basse <i>ou</i> la plus profonde, <i>d’où</i><br /><b>1</b> partie la plus reculée (d’une maison, d’une chambre, d’une grotte) ; intérieur d’une ville, d’un pays ; enfoncement d’un port, d’un golfe ; fond de la mer ; fond de la terre ; replis d’une montagne;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> fond <i>ou</i> intérieur de l’âme, de l’intelligence.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym. évidente.
}}
}}