3,277,055
edits
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀλῐγαρχικός''': ή, ον, ὁ ἀνήκων, ἁρμόζων εἰς ὀλιγαρχίαν ἢ [[ὅμοιος]] αὐτῇ ὀλ. [[κόσμος]] Θουκ. 8. 72· ξυνωμοσία ὁ αὐτ. 6. 60· δίκαιον, [[νόμος]] Ἀριστ. Πολιτ. 3. 9, 1., 3. 10, 5· [[πολιτεία]] [[αὐτόθι]] 3. 17, 6, κ. ἀλλ. ἡ ὀλιαρχική = [[ὀλιγαρχία]], [[αὐτόθι]] 8. 12, 15· τοῦτο ὀλιγαρχικώτερον [[αὐτόθι]] 3. 10, 5. - Ἐπίρρ. ὀλιγαρχικῶς, Πλάτ. Πολ. 555Α, Δημ. 200. 15. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ ῥέπων, ἢ ἀφωσιωμένος εἰς τὴν ὀλιγαρχίαν, Ἀνδοκ. 31. 10, Λυσ. 171. 36, Πλάτ. Πολ. 545Α, κ. ἀλλ.· οἱ ὀλιγαρχικοὶ [[ἐναντίον]] τῷ οἱ δημοτικοί, Ἀριστ. Πολιτ. 7. 3, 2. | |lstext='''ὀλῐγαρχικός''': ή, ον, ὁ ἀνήκων, ἁρμόζων εἰς ὀλιγαρχίαν ἢ [[ὅμοιος]] αὐτῇ ὀλ. [[κόσμος]] Θουκ. 8. 72· ξυνωμοσία ὁ αὐτ. 6. 60· δίκαιον, [[νόμος]] Ἀριστ. Πολιτ. 3. 9, 1., 3. 10, 5· [[πολιτεία]] [[αὐτόθι]] 3. 17, 6, κ. ἀλλ. ἡ ὀλιαρχική = [[ὀλιγαρχία]], [[αὐτόθι]] 8. 12, 15· τοῦτο ὀλιγαρχικώτερον [[αὐτόθι]] 3. 10, 5. - Ἐπίρρ. ὀλιγαρχικῶς, Πλάτ. Πολ. 555Α, Δημ. 200. 15. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ ῥέπων, ἢ ἀφωσιωμένος εἰς τὴν ὀλιγαρχίαν, Ἀνδοκ. 31. 10, Λυσ. 171. 36, Πλάτ. Πολ. 545Α, κ. ἀλλ.· οἱ ὀλιγαρχικοὶ [[ἐναντίον]] τῷ οἱ δημοτικοί, Ἀριστ. Πολιτ. 7. 3, 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne l’oligarchie;<br /><b>2</b> partisan de l’oligarchie.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλιγαρχία]]. | |||
}} | }} |