3,273,773
edits
(6_15) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οἰοπόλος''': -ον, (οἶς, [[πολέω]]) ὁ ὑπὸ τῶν προβάτων πατούμενος, ὄρεα Ὀδ. Λ. 573· [[χῶρος]], σταθμὸς Ἰλ. Ν. 473., Τ. 377· [[ἐντεῦθεν]] [[ἴσως]] προκύπτει ἡ σημασία [[μόνος]], [[ἐρημικός]], ἥτις μνημονεύεται ([[μετὰ]] τῆς ἑτέρας) ἐν τοῖς ἐν τοῖς Ἑνετ. Σχολ. Ἰλ. Ν. 473, καὶ ἐμφαίνεται ἐν τῇ φράσει [[οἰοπόλος]] [[δαίμων]], [[μόνος]], [[μονήρης]], Πινδ. Π. 4. 49. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ βόσκων πρόβατα, [[Ἑρμῆς]] Ὁμηρ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 314· [[Ἀπόλλων]] Κόλουθ. 302. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 114 – 115. | |lstext='''οἰοπόλος''': -ον, (οἶς, [[πολέω]]) ὁ ὑπὸ τῶν προβάτων πατούμενος, ὄρεα Ὀδ. Λ. 573· [[χῶρος]], σταθμὸς Ἰλ. Ν. 473., Τ. 377· [[ἐντεῦθεν]] [[ἴσως]] προκύπτει ἡ σημασία [[μόνος]], [[ἐρημικός]], ἥτις μνημονεύεται ([[μετὰ]] τῆς ἑτέρας) ἐν τοῖς ἐν τοῖς Ἑνετ. Σχολ. Ἰλ. Ν. 473, καὶ ἐμφαίνεται ἐν τῇ φράσει [[οἰοπόλος]] [[δαίμων]], [[μόνος]], [[μονήρης]], Πινδ. Π. 4. 49. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ βόσκων πρόβατα, [[Ἑρμῆς]] Ὁμηρ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 314· [[Ἀπόλλων]] Κόλουθ. 302. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 114 – 115. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>ος, ον :<br />qui fait paître des brebis.<br />'''Étymologie:''' [[οἶς]], [[πέλομαι]].<br /><span class="bld">2</span>ος, ον :<br />solitaire, désert.<br />'''Étymologie:''' [[οἶος]], [[πέλομαι]]. | |||
}} | }} |