ὁλοκληρία: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁλοκληρία''': ἡ, τὸ πλῆρες ἢ ἡ [[ἀκεραιότης]] εἰς ὅλα τὰ μέρη, τῶν αἰσθητηρίων, τοῦ σώματος Πλούτ. 2. 1041F, 1047E· ἀπολ., [[αὐτόθι]] 1063F, Καιν. Διαθ.
|lstext='''ὁλοκληρία''': ἡ, τὸ πλῆρες ἢ ἡ [[ἀκεραιότης]] εἰς ὅλα τὰ μέρη, τῶν αἰσθητηρίων, τοῦ σώματος Πλούτ. 2. 1041F, 1047E· ἀπολ., [[αὐτόθι]] 1063F, Καιν. Διαθ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />état d’une chose entière, ensemble complet, intégrité ; état sain.<br />'''Étymologie:''' [[ὁλόκληρος]].
}}
}}