ὄδυρμα: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_21)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὄδυρμα''': τό, [[ὀδυρμός]], [[θρῆνος]], Τραγ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Χο. 508, Σοφ. Τρ. 50, κτλ.· ἐν τῷ ἑνικ., Εὐρ. Τρῳ. 1227.
|lstext='''ὄδυρμα''': τό, [[ὀδυρμός]], [[θρῆνος]], Τραγ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Χο. 508, Σοφ. Τρ. 50, κτλ.· ἐν τῷ ἑνικ., Εὐρ. Τρῳ. 1227.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />plainte, lamentation.<br />'''Étymologie:''' [[ὀδύρομαι]].
}}
}}