παρασιτέω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρασῑτέω''': [[τρώγω]] καὶ κατοικῶ [[παρά]] τινι, [[μετὰ]] δοτ., καὶ ἡμῖν τὰ μειράκια παρασιτεῖ Πλάτ. Λάχ. 179C. 2) ἄγω βίον παρασίτου, ἀφ’ οὖ παρασιτῶ, ἀφ’ ὅτου ἔγινα [[παράσιτος]], Ἄλεξις ἐν «Πρωτοχόρῳ» 1, πρβλ. Ἀξιόνικον ἐν «Χαλκιδικῷ» 1, Δίφιλον ἐν «Παρασίτῳ» 4, Λουκ. Παράσ. 4, Ἄλεξιν ἐν «Πυραύνῳ» 1· π. ἀλλοτρίων ἀγαθῶν, ὀρέγομαι …, Ἐπιστ. Σωκρ. 1· - ἐν τῷ παθ., Εὐστ. Πονημ. 310. 11. ΙΙ. [[ἀπολαύω]] τῆς [[τιμῆς]] νὰ ἔχω ἰδιαιτέραν ἕδραν τῇ [[δημοσίᾳ]] τραπέζῃ, Πλουτ. Σόλων 24· [[κυρίως]] ἐπὶ τῶν ἱερέων, ὅσοι ἐκαλοῦντο παράσιτοι (ἴδε [[παράσιτος]] ΙΙ), π. ἐν τῷ Δηλίῳ παρ’ Ἀθην. 234F.
|lstext='''παρασῑτέω''': [[τρώγω]] καὶ κατοικῶ [[παρά]] τινι, [[μετὰ]] δοτ., καὶ ἡμῖν τὰ μειράκια παρασιτεῖ Πλάτ. Λάχ. 179C. 2) ἄγω βίον παρασίτου, ἀφ’ οὖ παρασιτῶ, ἀφ’ ὅτου ἔγινα [[παράσιτος]], Ἄλεξις ἐν «Πρωτοχόρῳ» 1, πρβλ. Ἀξιόνικον ἐν «Χαλκιδικῷ» 1, Δίφιλον ἐν «Παρασίτῳ» 4, Λουκ. Παράσ. 4, Ἄλεξιν ἐν «Πυραύνῳ» 1· π. ἀλλοτρίων ἀγαθῶν, ὀρέγομαι …, Ἐπιστ. Σωκρ. 1· - ἐν τῷ παθ., Εὐστ. Πονημ. 310. 11. ΙΙ. [[ἀπολαύω]] τῆς [[τιμῆς]] νὰ ἔχω ἰδιαιτέραν ἕδραν τῇ [[δημοσίᾳ]] τραπέζῃ, Πλουτ. Σόλων 24· [[κυρίως]] ἐπὶ τῶν ἱερέων, ὅσοι ἐκαλοῦντο παράσιτοι (ἴδε [[παράσιτος]] ΙΙ), π. ἐν τῷ Δηλίῳ παρ’ Ἀθην. 234F.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> manger auprès de <i>ou</i> chez, <i>particul.</i> manger à la table commune;<br /><b>2</b> manger d’ordinaire à la table de qqn, faire métier de parasite : τινι être le parasite de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[παράσιτος]].
}}
}}