3,274,498
edits
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρηστήρ''': ῆρος, ὁ ([[πίμπρημι]], [[πρήθω]]) [[θύελλα]] [[μετὰ]] κεραυνῶν, ὁρμητικὸς ἀνεμοστρόβιλος κατερχόμενος ὡς τυφὼν (Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 104, Lucret. 6. 423 κἑξ.), πρηστήρων ἀνέμων Ἡσ. Θ. 846· βρονταί τε καὶ πρηστῆρες ἐπεισπίπτουσι Ἡρόδ. 7. 42· τυφῷ καὶ πρηστῇρι Ἀριστοφ. Λυσ. 974· πρ. ἐμπεσόντος Ξεν. Ἑλλ. 1. 3, 1· ― [[ὡσαύτως]], [[ῥεῦμα]] ἀέρος ἰσχυρὸν ἐξ ὑπογείων σπηλαίων, Διογ. Λ. 7. 154. 2) μεταφορ., ὁρμητικὰ δάκρυα, χείμαρρος δακρύων, Εὐρ. Ἀποσπ. 388. ΙΙ. φυσητήρων [[ζεῦγος]], φῦσαι τῶν χαλκέων, Ἀπολλ. Ῥόδ. Δ. 777. ΙΙΙ. πρηστῆρες, αἱ φλέβες τοῦ τραχήλου [[ὅταν]] ἐκ τῆς ὀργῆς ἐξογκῶνται, [[Πολυδ]]. Βϳ, 134, Ἡσύχ. IV. [[εἶδος]] ὄφεως, οὖ τὸ [[δῆγμα]] δηλητηριῶδες, Διοσκ. Θηρ. 13, Αἰλ. π. Ζ. 6. 51. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[πρηστήρ]]· σφοδρὸς [[ἄνεμος]]. και ὄφεώς τι [[εἶδος]], καὶ τὰς ἐκ πλαγίου τοῦ τραχήλου ἡμῶν φλέβας πρηστῆράς φασιν. ἢ πῦρ ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ». | |lstext='''πρηστήρ''': ῆρος, ὁ ([[πίμπρημι]], [[πρήθω]]) [[θύελλα]] [[μετὰ]] κεραυνῶν, ὁρμητικὸς ἀνεμοστρόβιλος κατερχόμενος ὡς τυφὼν (Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 104, Lucret. 6. 423 κἑξ.), πρηστήρων ἀνέμων Ἡσ. Θ. 846· βρονταί τε καὶ πρηστῆρες ἐπεισπίπτουσι Ἡρόδ. 7. 42· τυφῷ καὶ πρηστῇρι Ἀριστοφ. Λυσ. 974· πρ. ἐμπεσόντος Ξεν. Ἑλλ. 1. 3, 1· ― [[ὡσαύτως]], [[ῥεῦμα]] ἀέρος ἰσχυρὸν ἐξ ὑπογείων σπηλαίων, Διογ. Λ. 7. 154. 2) μεταφορ., ὁρμητικὰ δάκρυα, χείμαρρος δακρύων, Εὐρ. Ἀποσπ. 388. ΙΙ. φυσητήρων [[ζεῦγος]], φῦσαι τῶν χαλκέων, Ἀπολλ. Ῥόδ. Δ. 777. ΙΙΙ. πρηστῆρες, αἱ φλέβες τοῦ τραχήλου [[ὅταν]] ἐκ τῆς ὀργῆς ἐξογκῶνται, [[Πολυδ]]. Βϳ, 134, Ἡσύχ. IV. [[εἶδος]] ὄφεως, οὖ τὸ [[δῆγμα]] δηλητηριῶδες, Διοσκ. Θηρ. 13, Αἰλ. π. Ζ. 6. 51. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[πρηστήρ]]· σφοδρὸς [[ἄνεμος]]. και ὄφεώς τι [[εἶδος]], καὶ τὰς ἐκ πλαγίου τοῦ τραχήλου ἡμῶν φλέβας πρηστῆράς φασιν. ἢ πῦρ ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆρος (ὁ) :<br /><b>1</b> ouragan avec accompagnement de foudre et d’éclairs;<br /><b>2</b> serpent dont la morsure produit une inflammation <i>ou</i> une enflure.<br />'''Étymologie:''' [[πίμπρημι]]. | |||
}} | }} |