ποτάομαι: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_20)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποτάομαι''': ποιητ. θαμιστ. τοῦ [[πέτομαι]], Ἐπικ. [[ὡσαύτως]] [[ποτέομαι]] Ὅμ., [[ὅστις]] χρῆται [[ὡσαύτως]] τῷ συνῃρ. τύπῳ (ἴδε κατωτ.)· Αἰολ. β΄ ἑνικ. πότῃ Σαπφὼ 43· Δωρ. γ΄ ἑνικ. ποτῆται, Ἀλκμὰν 13· Δωρ. μετοχ. ποτήμενος, Θεόκρ. 29. 30· ― μέλλ. ποτήσομαι Μόσχ. 2. 141· ― ἀόρ. ἐποτήθην, Δωρ. -άθην [ᾱ] Σοφ. Ἀποσπ. 423, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1388· ― πρκμ. πεπότημαι Δωρ. -ᾶμαι (ἴδε κατωτ.): ― περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβέκ, εἰς Φρύν. 581· ὀρνίθων ἔθνεα [[ἔνθα]] καὶ [[ἔνθα]] ποτῶνται Ἰλ. Β. 462· νυκτερίδες… τρίζουσαι ποτέονται Ὀδ. Ω. 7· κεραυνοὶ ποτέοντο Ἡσ. Θ. 691· ποτώμεναι ἄλλοτ’ ἐπ’ [[ἄλλῃ]] Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 558· ἀλλὰ παρὰ Τραγ. [[ἁπλῶς]] = [[πέτομαι]], «πετῶ», Αἰσχύλ. Ἀγ. 576, Εὐρ. Ι. Τ. 394, κτλ.· τὰ ποτήμενα συλλαβεῖν, ἐπὶ τῶν μάταια ἐπιχειρούντων (πρβλ. [[πέτομαι]] ΙΙ), Θεόκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― ἐπὶ ἤχων, βοὰ π. Αἰσχύλ. Θήβ. 84· ἐκ στομάτων εὐχὰ π. ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 657· ― πρκμ. (μὲ σημασ. ἐνεστ.), «πετῶ», ψυχὴ δ’… ἀποπταμένη πεπότηται Ὀδ. Λ. 222· [μέλισσαι] αἱ μὲν τ’ [[ἔνθα]]… πεποτήαται, αἱ δέ τε [[ἔνθα]] Ἰλ. Β. 90· [[ἔρις]] πεπότητο Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 148· Δωρ. πεπότᾱμαι, μεταφορ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 669, Εὐμ. 379. 2) μεταφορ., [[δεῖμα]] προστατήριον καρδίας… ποτᾶται, περιέρχεται, συχνάζει, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 378, πρβλ. Πέρσ. 669. 3) εἶμαι ἕτοιμος νὰ «πετάξω», εἶμαι [[μετέωρος]], οὐκ ἐπ’ ἀγλαΐαις… θυμὸν πεπόταμαι Εὐρ. Ἱππ. 564· ἐπὶ τραγῳδίᾳ ἀνεπτερῶσθαι καὶ πεποτῆσθαι τὰς φρένας, κωμ. [[φράσις]] παρ’ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1445· πρβλ. [[ἐκποτάομαι]], [[ἀναπτερόω]].
|lstext='''ποτάομαι''': ποιητ. θαμιστ. τοῦ [[πέτομαι]], Ἐπικ. [[ὡσαύτως]] [[ποτέομαι]] Ὅμ., [[ὅστις]] χρῆται [[ὡσαύτως]] τῷ συνῃρ. τύπῳ (ἴδε κατωτ.)· Αἰολ. β΄ ἑνικ. πότῃ Σαπφὼ 43· Δωρ. γ΄ ἑνικ. ποτῆται, Ἀλκμὰν 13· Δωρ. μετοχ. ποτήμενος, Θεόκρ. 29. 30· ― μέλλ. ποτήσομαι Μόσχ. 2. 141· ― ἀόρ. ἐποτήθην, Δωρ. -άθην [ᾱ] Σοφ. Ἀποσπ. 423, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1388· ― πρκμ. πεπότημαι Δωρ. -ᾶμαι (ἴδε κατωτ.): ― περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβέκ, εἰς Φρύν. 581· ὀρνίθων ἔθνεα [[ἔνθα]] καὶ [[ἔνθα]] ποτῶνται Ἰλ. Β. 462· νυκτερίδες… τρίζουσαι ποτέονται Ὀδ. Ω. 7· κεραυνοὶ ποτέοντο Ἡσ. Θ. 691· ποτώμεναι ἄλλοτ’ ἐπ’ [[ἄλλῃ]] Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 558· ἀλλὰ παρὰ Τραγ. [[ἁπλῶς]] = [[πέτομαι]], «πετῶ», Αἰσχύλ. Ἀγ. 576, Εὐρ. Ι. Τ. 394, κτλ.· τὰ ποτήμενα συλλαβεῖν, ἐπὶ τῶν μάταια ἐπιχειρούντων (πρβλ. [[πέτομαι]] ΙΙ), Θεόκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― ἐπὶ ἤχων, βοὰ π. Αἰσχύλ. Θήβ. 84· ἐκ στομάτων εὐχὰ π. ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 657· ― πρκμ. (μὲ σημασ. ἐνεστ.), «πετῶ», ψυχὴ δ’… ἀποπταμένη πεπότηται Ὀδ. Λ. 222· [μέλισσαι] αἱ μὲν τ’ [[ἔνθα]]… πεποτήαται, αἱ δέ τε [[ἔνθα]] Ἰλ. Β. 90· [[ἔρις]] πεπότητο Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 148· Δωρ. πεπότᾱμαι, μεταφορ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 669, Εὐμ. 379. 2) μεταφορ., [[δεῖμα]] προστατήριον καρδίας… ποτᾶται, περιέρχεται, συχνάζει, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 378, πρβλ. Πέρσ. 669. 3) εἶμαι ἕτοιμος νὰ «πετάξω», εἶμαι [[μετέωρος]], οὐκ ἐπ’ ἀγλαΐαις… θυμὸν πεπόταμαι Εὐρ. Ἱππ. 564· ἐπὶ τραγῳδίᾳ ἀνεπτερῶσθαι καὶ πεποτῆσθαι τὰς φρένας, κωμ. [[φράσις]] παρ’ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1445· πρβλ. [[ἐκποτάομαι]], [[ἀναπτερόω]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br /><i>impf.</i> ἐποτῶμην, <i>f.</i> ποτήσομαι, <i>ao.</i> ἐποτήθην, <i>pf.</i> πεπότημαι <i>au sens du prés.</i><br />voler, voltiger ; <i>fig. en parl. d’une prière qui s’envole des lèvres, d’un cri</i> ; s’envoler, disparaître.<br />'''Étymologie:''' cf. [[πέτομαι]].
}}
}}