ὀνησιφόρος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_18)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀνησῐφόρος''': -ον, ὁ φέρων [[κέρδος]], ὠφέλειαν, Ἱππ. 28. 50, Ἄλεξις ἐν «Πρωτοχόρῳ» 1, 4, κτλ. ― Ἐπίρρ. -ρως, Πλούτ. 2. 71D.
|lstext='''ὀνησῐφόρος''': -ον, ὁ φέρων [[κέρδος]], ὠφέλειαν, Ἱππ. 28. 50, Ἄλεξις ἐν «Πρωτοχόρῳ» 1, 4, κτλ. ― Ἐπίρρ. -ρως, Πλούτ. 2. 71D.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui procure un avantage, utile.<br />'''Étymologie:''' [[ὄνησις]], [[φέρω]].
}}
}}