3,277,020
edits
(6_10) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀλοός''': -ή, -όν, (√ΟΛ, [[ὄλλυμι]]) ὁ καταστρέφων, καταστρεπτικός, [[ὀλέθριος]], [[φονικός]], [[συχν]]. παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. [[εἴτε]] ἐπὶ πρσώπων, Κὴρ ὀλόη, Μοῖρα ὀλοή· ὀλοῷ Ἀχιλῆι Ἰλ. Ω. 39· [[εἴτε]] ἐπὶ πραγμάτων, αἰσθημάτων, καταστάσεων, κτλ., πυρὸς ὀλοοῖο Ὀδ. Μ. 68· ὀλοῷ ἐνὶ δεσμῷ Χ. 200 [[πόλεμος]], μάχης, [[πόνος]] Ἰλ. Γ. 133, Π. 568· [[λύσσα]], [[γόος]], [[μῆνις]] Ι. 305, Ψ. 10, Ὀδ. Γ. 135· γήραος οὐδὸς Ἰλ. Ω. 487· νὺξ Π. 567, κτλ.· φρένες Α. 342 οὕτω παρ’ Αἰσχύλ. ὀλ. τύχαι Πρ. 554· νιφὰς Θηβ. 213· Εὐρ., καὶ μεταγεν. Ἐπικ.· ὀλοὰ φρονεῖν, διανοεῖσθαι κακά, τινί, Ἰλ. Π. 701· ὁ Ὅμ. ἔχει καὶ συγκρ. ὀλοώτερος Ἰλ. Γ. 365, Ψ. 439· ὑπερθ. ὀλοώτατος, (ἐν τῷ θηλ.) ὀλοώτατος ὀδμὴ Ὀδ. Δ. 442· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., ὀλοὰ στένει Σοφ. Ἀποσπ. 846, πρβλ. Ἠλ. 843. (Ἡ ἠθικὴ [[σημασία]] [[δυσμενής]], [[κακόφρων]], κτλ. [[εἶναι]] [[ξένη]] πρὸς τὴν λέξιν, ἥτις ἀείποτε ἀναφέρεται εἰς τὴν ἐκτέλεσιν ὡρισμένου τινὸς κακοῦ ἢ βλάβης εἴς τινα· [[διότι]] τὸ θεῶν ὀλοώτατος, δὲν σημαίνει τὸν δυσμενέστατον ἀλλὰ τὸν βλαπτικώτατον τῶν θεῶν, Ἰλ. Γ. 365, Χ. 15· [[οὕτως]], [[οὔτις]] [[σεῖο]] βροτῶν ὀλοώτερος Ψ. 439). ― Σπανιώτεροι τύποι εἰσὶν [[ὀλοιός]], [[οἷον]] ὀλοιὴ Μοῖρα πέδησεν Ἰλ. Χ. 5, [[ἔνθα]] ἴδε Spitzn.· ὀλοιῇσι φρέσι θύων Α 342· [[γῆρας]] ὀλοιὸν Ὕμν. Ὅμ. εἰς Ἀφροδ. 225· [[ὀλοίιος]], [[ὀλώιος]], Ἡσ. Θ. 591· [[οὐλοός]], Ἀπολλ. Ρόδ. Β 85, Γ. 1402· [[ὀλός]], ἴδε τὴν λέξ.· πρβλ. καὶ [[ὀλοφώιος]]. ΙΙ. σπάνιον ἐπὶ παθ. σημασ., κατεστραμμένος, «χαμένος», Λατ. perditus, ὀλοοὺς ἀπέλιπον Αἰσχύλ. Πέρσ. 962. | |lstext='''ὀλοός''': -ή, -όν, (√ΟΛ, [[ὄλλυμι]]) ὁ καταστρέφων, καταστρεπτικός, [[ὀλέθριος]], [[φονικός]], [[συχν]]. παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. [[εἴτε]] ἐπὶ πρσώπων, Κὴρ ὀλόη, Μοῖρα ὀλοή· ὀλοῷ Ἀχιλῆι Ἰλ. Ω. 39· [[εἴτε]] ἐπὶ πραγμάτων, αἰσθημάτων, καταστάσεων, κτλ., πυρὸς ὀλοοῖο Ὀδ. Μ. 68· ὀλοῷ ἐνὶ δεσμῷ Χ. 200 [[πόλεμος]], μάχης, [[πόνος]] Ἰλ. Γ. 133, Π. 568· [[λύσσα]], [[γόος]], [[μῆνις]] Ι. 305, Ψ. 10, Ὀδ. Γ. 135· γήραος οὐδὸς Ἰλ. Ω. 487· νὺξ Π. 567, κτλ.· φρένες Α. 342 οὕτω παρ’ Αἰσχύλ. ὀλ. τύχαι Πρ. 554· νιφὰς Θηβ. 213· Εὐρ., καὶ μεταγεν. Ἐπικ.· ὀλοὰ φρονεῖν, διανοεῖσθαι κακά, τινί, Ἰλ. Π. 701· ὁ Ὅμ. ἔχει καὶ συγκρ. ὀλοώτερος Ἰλ. Γ. 365, Ψ. 439· ὑπερθ. ὀλοώτατος, (ἐν τῷ θηλ.) ὀλοώτατος ὀδμὴ Ὀδ. Δ. 442· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., ὀλοὰ στένει Σοφ. Ἀποσπ. 846, πρβλ. Ἠλ. 843. (Ἡ ἠθικὴ [[σημασία]] [[δυσμενής]], [[κακόφρων]], κτλ. [[εἶναι]] [[ξένη]] πρὸς τὴν λέξιν, ἥτις ἀείποτε ἀναφέρεται εἰς τὴν ἐκτέλεσιν ὡρισμένου τινὸς κακοῦ ἢ βλάβης εἴς τινα· [[διότι]] τὸ θεῶν ὀλοώτατος, δὲν σημαίνει τὸν δυσμενέστατον ἀλλὰ τὸν βλαπτικώτατον τῶν θεῶν, Ἰλ. Γ. 365, Χ. 15· [[οὕτως]], [[οὔτις]] [[σεῖο]] βροτῶν ὀλοώτερος Ψ. 439). ― Σπανιώτεροι τύποι εἰσὶν [[ὀλοιός]], [[οἷον]] ὀλοιὴ Μοῖρα πέδησεν Ἰλ. Χ. 5, [[ἔνθα]] ἴδε Spitzn.· ὀλοιῇσι φρέσι θύων Α 342· [[γῆρας]] ὀλοιὸν Ὕμν. Ὅμ. εἰς Ἀφροδ. 225· [[ὀλοίιος]], [[ὀλώιος]], Ἡσ. Θ. 591· [[οὐλοός]], Ἀπολλ. Ρόδ. Β 85, Γ. 1402· [[ὀλός]], ἴδε τὴν λέξ.· πρβλ. καὶ [[ὀλοφώιος]]. ΙΙ. σπάνιον ἐπὶ παθ. σημασ., κατεστραμμένος, «χαμένος», Λατ. perditus, ὀλοοὺς ἀπέλιπον Αἰσχύλ. Πέρσ. 962. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> funeste, pernicieux;<br /><b>2</b> perdu, détruit;<br /><i>Cp.</i> ὀλοώτερος, <i>Sp.</i> ὀλοώτατος, <i>avec désin. commune au masc. et au fém.</i><br />'''Étymologie:''' [[ὄλλυμι]]. | |||
}} | }} |