ὁμηγυρίζομαι: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_5)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμηγῠρίζομαι''': ἀποθ., [[συναθροίζω]], συγκαλῶ, πρὶν κεῖνον ὁμηγυρίσασθαι Ἀχαιοὺς εἰς ἀγορήν, «ἀθροῖσαι, συναγογεῖν» (Σχόλ.), Ὀδ. Π. 376. - Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει [[ὁμηγύρω]].
|lstext='''ὁμηγῠρίζομαι''': ἀποθ., [[συναθροίζω]], συγκαλῶ, πρὶν κεῖνον ὁμηγυρίσασθαι Ἀχαιοὺς εἰς ἀγορήν, «ἀθροῖσαι, συναγογεῖν» (Σχόλ.), Ὀδ. Π. 376. - Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει [[ὁμηγύρω]].
}}
{{bailly
|btext=convoquer une assemblée, rassembler.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμήγυρις]].
}}
}}