3,273,769
edits
(6_12) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμοιόω''': Θουκ. 3. 82, Πλάτ.: μέλλ. -ώσω, διάφ. γραφ. Ἰσόκ. 223Α: ἀόρ. ὡμοίωσα Εὐρ. Ἑλ. 33, Ἰσοκρ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Μέσ. Ἡρόδ., ἴδε κατωτ.· - τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., μέλλ. ὁμοιωθήσομαι Πλάτ. Νόμ. 964D, ἢ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁμοιώσομαι Ἡρόδ. 7. 158: ἀόρ. ὡμοιώθην Πλάτ. Πολ. 510Α, Ἰσοκρ., κτλ. Ἐπικ. ἀπαρ. ὁμοιωθήμεναι (ἴδε κατωτ.). Ποιῶ ὅμοιον, ἐξομοιῶ, Λατιν. assimilare, ὁμοιώσασ’ ἐμοὶ [[εἴδωλον]] ἔμπνουν Εὐρ. Ἑλ. 33· πᾶν παντὶ ὁμ. Πλάτ. Φαῖδρ. 261Ε· ἑαυτὸν ἄλλῳ ὁ αὐτ. ἐν Πολ 393C· ἑαυτῷ τι Ἀριστ. π. Γεν. κ. Φθορ. 1. 7, 8· πρὸς τὰ παρόντα τὰς [[ὀργὰς]] τῶν πολλῶν ὁμ., [[προσαρμόζω]] αὐτὰς πρὸς τὰς παρούσας περιστάσεις, Θουκ. 3. 82· - παθ., [[γίνομαι]] [[ὅμοιος]], παρ’ Ὁμήρ. μόνον κατ’ ἀπαρ. ἀορ. παθητ., ὁμοιωθήμεναι [[ἄντην]] (Ἐπικ. ἀντὶ ὁμοιωθῆναι) Ἰλ. Α. 187, Ὀδ. Γ. 120· [[ὀργὰς]] πρέπει θεοὺς οὐχ ὁμοιοῦσθαι βροτοῖς Εὐρ. Βάκχ. 1348, πρβλ. Μήδ. 890· ἐς τὴν εὐβουλίαν.. ἄλλοις ὁμ. Θουκ. 2. 97, πρβλ. 5. 103· κατὰ τὸ [[ἦθος]] ὁμ. τοῖς ἐκείνου βουλήμασιν Ἰσοκρ. 105D· συχνὸν [[ὡσαύτως]] παρὰ Πλάτ.· ἐν τῷ πρκμ. ὡμοίωμαι, εἶμαι [[ὅμοιος]], Πλάτ. Πολ. 431Ε, κ. ἀλλ. 2) «[[παρομοιάζω]]», [[παραβάλλω]], θεωρῶ ὅμοιον, τινί τι Ἡρόδ. 8. 28, κτλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁ αὐτ. 1. 123· - ἐν τῇ Καιν. Διαθ. ἐπὶ παραβολῶν. 3) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ [[ὡσαύτως]], ἀνταποδίδω τὰ ὅμοια, τινι Ἡρόδ. 7. 50, 2. ΙΙ. ἀμεταβ., εἶμαι [[ὅμοιος]], Διοσκ. 3. 52, Δοξοπάτρου Ὁμιλ. εἰς Ἀφθόν. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 2, σ. 160· 4: πρβλ. [[προσομοιόω]], [[ἐξισόω]]. | |lstext='''ὁμοιόω''': Θουκ. 3. 82, Πλάτ.: μέλλ. -ώσω, διάφ. γραφ. Ἰσόκ. 223Α: ἀόρ. ὡμοίωσα Εὐρ. Ἑλ. 33, Ἰσοκρ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Μέσ. Ἡρόδ., ἴδε κατωτ.· - τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., μέλλ. ὁμοιωθήσομαι Πλάτ. Νόμ. 964D, ἢ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁμοιώσομαι Ἡρόδ. 7. 158: ἀόρ. ὡμοιώθην Πλάτ. Πολ. 510Α, Ἰσοκρ., κτλ. Ἐπικ. ἀπαρ. ὁμοιωθήμεναι (ἴδε κατωτ.). Ποιῶ ὅμοιον, ἐξομοιῶ, Λατιν. assimilare, ὁμοιώσασ’ ἐμοὶ [[εἴδωλον]] ἔμπνουν Εὐρ. Ἑλ. 33· πᾶν παντὶ ὁμ. Πλάτ. Φαῖδρ. 261Ε· ἑαυτὸν ἄλλῳ ὁ αὐτ. ἐν Πολ 393C· ἑαυτῷ τι Ἀριστ. π. Γεν. κ. Φθορ. 1. 7, 8· πρὸς τὰ παρόντα τὰς [[ὀργὰς]] τῶν πολλῶν ὁμ., [[προσαρμόζω]] αὐτὰς πρὸς τὰς παρούσας περιστάσεις, Θουκ. 3. 82· - παθ., [[γίνομαι]] [[ὅμοιος]], παρ’ Ὁμήρ. μόνον κατ’ ἀπαρ. ἀορ. παθητ., ὁμοιωθήμεναι [[ἄντην]] (Ἐπικ. ἀντὶ ὁμοιωθῆναι) Ἰλ. Α. 187, Ὀδ. Γ. 120· [[ὀργὰς]] πρέπει θεοὺς οὐχ ὁμοιοῦσθαι βροτοῖς Εὐρ. Βάκχ. 1348, πρβλ. Μήδ. 890· ἐς τὴν εὐβουλίαν.. ἄλλοις ὁμ. Θουκ. 2. 97, πρβλ. 5. 103· κατὰ τὸ [[ἦθος]] ὁμ. τοῖς ἐκείνου βουλήμασιν Ἰσοκρ. 105D· συχνὸν [[ὡσαύτως]] παρὰ Πλάτ.· ἐν τῷ πρκμ. ὡμοίωμαι, εἶμαι [[ὅμοιος]], Πλάτ. Πολ. 431Ε, κ. ἀλλ. 2) «[[παρομοιάζω]]», [[παραβάλλω]], θεωρῶ ὅμοιον, τινί τι Ἡρόδ. 8. 28, κτλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁ αὐτ. 1. 123· - ἐν τῇ Καιν. Διαθ. ἐπὶ παραβολῶν. 3) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ [[ὡσαύτως]], ἀνταποδίδω τὰ ὅμοια, τινι Ἡρόδ. 7. 50, 2. ΙΙ. ἀμεταβ., εἶμαι [[ὅμοιος]], Διοσκ. 3. 52, Δοξοπάτρου Ὁμιλ. εἰς Ἀφθόν. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 2, σ. 160· 4: πρβλ. [[προσομοιόω]], [[ἐξισόω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ὡμοίουν, <i>f.</i> ὁμοιώσω, <i>ao.</i> [[ὡμοίωσα]], <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> ὁμοιωθήσομαι, <i>ao.</i> [[ὡμοιώθην]], <i>pf.</i> [[ὡμοίωμαι]];<br /><b>1</b> rendre semblable, assimiler ; <i>Pass.</i> devenir <i>ou</i> être semblable à, τινι;<br /><b>2</b> comparer : τινί [[τι]], une chose à une autre;<br /><b>3</b> adapter, conformer à, <i>avec</i> [[πρός]] et l’acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὁμοιόομαι-οῦμαι rendre semblable, assimiler : [[τί]] τινι, une chose à une autre.<br />'''Étymologie:''' [[ὅμοιος]]. | |||
}} | }} |