3,274,747
edits
(6_16) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀνείδειος''': -ον, [[ὀνειδιστικός]], ὀνείδους [[πλήρης]], ὀνειδείοις ἐπέεσσι, διὰ λέξεων ὀνειδιστικῶν, Ἰλ. Α. 519, κτλ.˙ ἐν τῇ Ὀδ. μόνον [[ἅπαξ]], Σ 326 οὕτω. [[μῦθος]] ὀν. Ἰλ. Φ. 393. 2) ἀτιμαστικός, ἄτιμος, ψωμὸς ὀν., ὁ ἐκ τῆς ἐπαιτείας, Ἀνθολ. Π. 9. 573. | |lstext='''ὀνείδειος''': -ον, [[ὀνειδιστικός]], ὀνείδους [[πλήρης]], ὀνειδείοις ἐπέεσσι, διὰ λέξεων ὀνειδιστικῶν, Ἰλ. Α. 519, κτλ.˙ ἐν τῇ Ὀδ. μόνον [[ἅπαξ]], Σ 326 οὕτω. [[μῦθος]] ὀν. Ἰλ. Φ. 393. 2) ἀτιμαστικός, ἄτιμος, ψωμὸς ὀν., ὁ ἐκ τῆς ἐπαιτείας, Ἀνθολ. Π. 9. 573. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />injurieux, outrageant.<br />'''Étymologie:''' [[ὄνειδος]]. | |||
}} | }} |