3,276,318
edits
(6_19) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀλολῡγών''': -όνος, ἡ, ([[ὀλολύζω]]) ἡ κραυγὴ τοῦ ἄρρενος βατράχου [[ὅταν]] ἀνακαλῆται τὴν θήλειαν πρὸς ὀχείαν, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 11, Αἰλ. π. Ζ. 9. 13. ΙΙ. ἐν Θεοκρ. 7. 139, Ἀράτ. 948, ἄγνωστόν τι [[ζῷον]], φανερῶς ὀνομασθὲν ἀπὸ τῆς φωνῆς [[αὐτοῦ]]· τινὲς ἐκλαμβάνουσιν αὐτὸν ὡς μικρὰν γλαῦκα, ἕτεροι ὡς κίχλην καὶ ἄλλοι ὡς βάτραχον· πρβλ. Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπώλισιν» 2. 6, Αἰλ. π. Ζ. 6. 19. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὀλολυγών]]· ζῳύφιον γινόμενον ἐν ὕδασιν ὅμοιον ἐντέρῳ [καὶ τοὺς εὐήθεις δὲ [[οὕτως]] ἔλεγον]». | |lstext='''ὀλολῡγών''': -όνος, ἡ, ([[ὀλολύζω]]) ἡ κραυγὴ τοῦ ἄρρενος βατράχου [[ὅταν]] ἀνακαλῆται τὴν θήλειαν πρὸς ὀχείαν, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 11, Αἰλ. π. Ζ. 9. 13. ΙΙ. ἐν Θεοκρ. 7. 139, Ἀράτ. 948, ἄγνωστόν τι [[ζῷον]], φανερῶς ὀνομασθὲν ἀπὸ τῆς φωνῆς [[αὐτοῦ]]· τινὲς ἐκλαμβάνουσιν αὐτὸν ὡς μικρὰν γλαῦκα, ἕτεροι ὡς κίχλην καὶ ἄλλοι ὡς βάτραχον· πρβλ. Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπώλισιν» 2. 6, Αἰλ. π. Ζ. 6. 19. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὀλολυγών]]· ζῳύφιον γινόμενον ἐν ὕδασιν ὅμοιον ἐντέρῳ [καὶ τοὺς εὐήθεις δὲ [[οὕτως]] ἔλεγον]». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῶνος (ἡ) :<br /><b>1</b> cri aigu de certaines grenouilles;<br /><b>2</b> sorte de chouette, <i>oiseau ou, selon d’autres</i>, de grenouille, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλολύζω]]. | |||
}} | }} |