3,277,119
edits
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὄρυζα''': ἡ, τὸ «ῥύζι», τό τε φυτὸν καὶ τὸ [[σπέρμα]], δηλ. ὁ καρπός, Στράβ. 690, 692, Διοσκ. 2. 117· ὀρ. ἑφθή, ἡ τροφὴ τῶν Ἰνδῶν, Μεγασθ. παρ’ Ἀθήν. 153Ε· [[οἶνος]] ὀρύζης Αἰλ. π. Ζ. 13. 8· - [[ὡσαύτως]] ὄρυζον, τό, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 4, 10. (Ἐκ ῥίζης τινὸς τῶν Ἀνατολικῶν γλωσσῶν, ἴδε Curt. Gr. Et. σ. 523.) | |lstext='''ὄρυζα''': ἡ, τὸ «ῥύζι», τό τε φυτὸν καὶ τὸ [[σπέρμα]], δηλ. ὁ καρπός, Στράβ. 690, 692, Διοσκ. 2. 117· ὀρ. ἑφθή, ἡ τροφὴ τῶν Ἰνδῶν, Μεγασθ. παρ’ Ἀθήν. 153Ε· [[οἶνος]] ὀρύζης Αἰλ. π. Ζ. 13. 8· - [[ὡσαύτως]] ὄρυζον, τό, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 4, 10. (Ἐκ ῥίζης τινὸς τῶν Ἀνατολικῶν γλωσσῶν, ἴδε Curt. Gr. Et. σ. 523.) | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />riz, <i>plante et graine</i>.<br />'''Étymologie:''' orig. orientale. | |||
}} | }} |