ὁπλίτης: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁπλίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, ([[ὅπλον]]) ὁ [[βαρέως]] ὡπλισμένος, [[ἔνοπλος]], [[δρόμος]] ὁπλ., δρομικὸς ἀγὼν ἀνδρῶν ὡπλισμένων, φορούντων πανοπλίαν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν δρόμον τῶν γυμνῶν (ἴδε ἐν λ. [[στάδιον]] ΙΙ), Πινδ. Ι. 1. 32· καλεῖται ὁ αὐτ. καὶ [[ἁπλῶς]] [[ὁπλίτης]] ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1587, (τοῦ ὅπλου [[δρόμος]] Παυσ. 6. 13, 1)· πρβλ. [[ὁπλιτοδρομέω]]· ὁπλ. ἀνὴρ Αἰσχύλ. Θήβ. 717, Εὐρ. Ἱκέτ. 585, κτλ.· ὁπλ. [[στρατός]], ὡπλισμένη στρατιωτικὴ [[δύναμις]], ὁ αὐτ. ἐν [[Ἡρακλ]]. 800· ὁπλ. [[κόσμος]], ἱματισμὸς τοῦ ὁπλίτου, [[πανοπλία]], [[αὐτόθι]] 699. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ὡς οὐσιαστ., [[ὁπλίτης]], ὁ, ὁ [[βαρέως]] ὡπλισμένος πεζὸς πολεμιστὴς φέρων [[δόρυ]] καὶ μεγάλην ἀσπίδα ([[ὅπλον]]), [[ὅθεν]] καὶ τὸ [[ὄνομα]], ὡς ὁ ἐλαφρῶς ὡπλισμένος πεζὸς [[στρατιώτης]] (πελταστὴς) ὠνομάσθη ἐκ τῆς [[πέλτης]], Ἡρόδ. καὶ Ἀττ.: τὸ ὁπλῖται ἀντιτίθεται πρὸς τὸ ψιλοί. Ἡρόδ. 9. 30, Θουκ. 1. 106· πρὸς τὸ γυμνῆτες, Ἡρόδ. 9. 63 πρὸς τὸ ἱππεῖς, Πλάτ. Πολ. 552Α· πρὸς τὸ τοξόται, ὁ αὐτ. ἐν Κριτί. 119Β· τὸ νὰ εἶναί τις [[ὁπλίτης]] σημαίνει ὅτι κατέχει πλήρη πολιτικὰ δικαιώματα [[ὅθεν]] οἱ ὁπλῖται ἀντιτίθενται πρὸς τοὺς βαναύσους, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 4, 6· καὶ ἐν ὀλιγαρχικαῖς πολιτείαις πρὸς τὸν δῆμον, [[αὐτόθι]] 5. 6, 6. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 131.
|lstext='''ὁπλίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, ([[ὅπλον]]) ὁ [[βαρέως]] ὡπλισμένος, [[ἔνοπλος]], [[δρόμος]] ὁπλ., δρομικὸς ἀγὼν ἀνδρῶν ὡπλισμένων, φορούντων πανοπλίαν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν δρόμον τῶν γυμνῶν (ἴδε ἐν λ. [[στάδιον]] ΙΙ), Πινδ. Ι. 1. 32· καλεῖται ὁ αὐτ. καὶ [[ἁπλῶς]] [[ὁπλίτης]] ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1587, (τοῦ ὅπλου [[δρόμος]] Παυσ. 6. 13, 1)· πρβλ. [[ὁπλιτοδρομέω]]· ὁπλ. ἀνὴρ Αἰσχύλ. Θήβ. 717, Εὐρ. Ἱκέτ. 585, κτλ.· ὁπλ. [[στρατός]], ὡπλισμένη στρατιωτικὴ [[δύναμις]], ὁ αὐτ. ἐν [[Ἡρακλ]]. 800· ὁπλ. [[κόσμος]], ἱματισμὸς τοῦ ὁπλίτου, [[πανοπλία]], [[αὐτόθι]] 699. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ὡς οὐσιαστ., [[ὁπλίτης]], ὁ, ὁ [[βαρέως]] ὡπλισμένος πεζὸς πολεμιστὴς φέρων [[δόρυ]] καὶ μεγάλην ἀσπίδα ([[ὅπλον]]), [[ὅθεν]] καὶ τὸ [[ὄνομα]], ὡς ὁ ἐλαφρῶς ὡπλισμένος πεζὸς [[στρατιώτης]] (πελταστὴς) ὠνομάσθη ἐκ τῆς [[πέλτης]], Ἡρόδ. καὶ Ἀττ.: τὸ ὁπλῖται ἀντιτίθεται πρὸς τὸ ψιλοί. Ἡρόδ. 9. 30, Θουκ. 1. 106· πρὸς τὸ γυμνῆτες, Ἡρόδ. 9. 63 πρὸς τὸ ἱππεῖς, Πλάτ. Πολ. 552Α· πρὸς τὸ τοξόται, ὁ αὐτ. ἐν Κριτί. 119Β· τὸ νὰ εἶναί τις [[ὁπλίτης]] σημαίνει ὅτι κατέχει πλήρη πολιτικὰ δικαιώματα [[ὅθεν]] οἱ ὁπλῖται ἀντιτίθενται πρὸς τοὺς βαναύσους, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 4, 6· καὶ ἐν ὀλιγαρχικαῖς πολιτείαις πρὸς τὸν δῆμον, [[αὐτόθι]] 5. 6, 6. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 131.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><b>1</b> <i>adj. m.</i> armé;<br /><b>2</b> ὁ [[ὁπλίτης]] hoplite <i>ou</i> soldat d’infanterie pesamment armé.<br />'''Étymologie:''' [[ὅπλον]].
}}
}}