οὔλιος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_4)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''οὔλιος''': -α, -ον, ([[οὖλος]] Γ, ὀλεῖν), ὡς τὸ [[ὀλοός]], [[οὐλόμενος]], [[ὀλέθριος]], [[θανατηφόρος]], [[οὔλιος]] [[ἀστήρ]], ὁ [[ἀστήρ]] Κύων, Ἰλ. Λ. 62· ἐπίθετ. τοῦ Ἄρεως, Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 192, 441, Πινδ. Ο. 9. 116· ἐπὶ δοράτων καὶ ἐπὶ θρήνων, [[αὐτόθι]] 13. 33, Π. 12. 14· [[ἅπαξ]] παρὰ Τραγ., οὔλ. [[πάθος]] Σοφ. Αἴ. 932· πρβλ. Buttm. Lexil. ἐν λ. [[οὖλος]] 7. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Φερεκύδ. Ἱστ. 106, τινὲς διατηροῦσιν [[ἐνταῦθα]] τὴν ἀρχικὴν σημασίαν τοῦ [[ὀλέθριος]], [[ἐπειδὴ]] ἀμφότεροι εἶχον σχέσιν πρὸς τὸν θάνατον· τὸ [[ὄνομα]] [[Ἀπόλλων]] παράγεται ἐκ τοῦ [[ἀπόλλυμι]], ἡ δὲ Ἄρτεμις ἦτο ὀνομαστὴ διὰ τὰ ἀγανὰ βέλεα αὑτῆς· ἀλλ’ ὁ Στράβ. 635 ἑρμηνεύει τὴν λέξ. ὑγιαστικὸς καὶ παιωνικός, ἴδε [[οὔλω]].
|lstext='''οὔλιος''': -α, -ον, ([[οὖλος]] Γ, ὀλεῖν), ὡς τὸ [[ὀλοός]], [[οὐλόμενος]], [[ὀλέθριος]], [[θανατηφόρος]], [[οὔλιος]] [[ἀστήρ]], ὁ [[ἀστήρ]] Κύων, Ἰλ. Λ. 62· ἐπίθετ. τοῦ Ἄρεως, Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 192, 441, Πινδ. Ο. 9. 116· ἐπὶ δοράτων καὶ ἐπὶ θρήνων, [[αὐτόθι]] 13. 33, Π. 12. 14· [[ἅπαξ]] παρὰ Τραγ., οὔλ. [[πάθος]] Σοφ. Αἴ. 932· πρβλ. Buttm. Lexil. ἐν λ. [[οὖλος]] 7. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Φερεκύδ. Ἱστ. 106, τινὲς διατηροῦσιν [[ἐνταῦθα]] τὴν ἀρχικὴν σημασίαν τοῦ [[ὀλέθριος]], [[ἐπειδὴ]] ἀμφότεροι εἶχον σχέσιν πρὸς τὸν θάνατον· τὸ [[ὄνομα]] [[Ἀπόλλων]] παράγεται ἐκ τοῦ [[ἀπόλλυμι]], ἡ δὲ Ἄρτεμις ἦτο ὀνομαστὴ διὰ τὰ ἀγανὰ βέλεα αὑτῆς· ἀλλ’ ὁ Στράβ. 635 ἑρμηνεύει τὴν λέξ. ὑγιαστικὸς καὶ παιωνικός, ἴδε [[οὔλω]].
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />funeste, malfaisant.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλοός]].
}}
}}