οὐτάω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_5)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''οὐτάω''': γ΄ ἑνικ. οὐτᾷ Αἰσχύλ. Χο. 640, Ἐπικ. προστ. οὔτᾰε Ὀδ. Χ. 356· Ἰων. παρατ. οὔτασκε Ἰλ. Ο. 745· μέλλ. οὐτήσω Νόνν· ἀόρ. οὐτηθεὶς Θ. 537. - Ὡς ἐνεστ. ὁ Ὅμ. χρῇται τῷ ἰσοδυνάμῳ τύπῳ [[οὐτάζω]], ἐνεργ. καὶ παθ. ([[οὕτως]] Εὐρ. ἐν Ἀποσπ. 176)· [[ἐντεῦθεν]] μέλλ. οὐτάσω Εὐρ. Ρῆσ. 255· ἀόρ. οὔτᾰσα Ἰλ., Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 199· παθ. πρκμ. οὔτασται Ἰλ. Λ. 661, μετοχ. οὐτασμένος Ὀδ. Λ. 536, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1344. - Ὑπάρχουσιν [[ὡσαύτως]] (ὡς εἰ ἐξ ἐνεστ. οὔτημι) γ΄ ἑν. Ἐπικ. ἀορ. οὖτᾰ, Ἰλ. Δ. 525, Ν. 192, 561, κτλ.· ἀπαρ. οὐταμεναι, Φ. 68, κτλ.· ἢ οὐτάμεν, Ε. 132, 821· μετοχ. (ἐπὶ παθ. σημασ.) οὐτάμενος, Λ. 659, Ρ. 86, Ὀδ. Λ. 40· (πρβλ. ἀν-, νεούτᾰτος). Ἐπικ. ῥῆμ., ἐν χρήσει [[ἐνίοτε]] παρὰ Τραγ. ([[οὐδέποτε]] παρὰ Σοφ.), πλήττω, κτυπῶ δι’ ἀγχεμάχου ὅπλου, [[τιτρώσκω]], [[τραυματίζω]], [[οὖτα]] δὲ δουρὶ Ἰλ. Δ. 525· [[οὕτως]], οὐτ. ἔγχεϊ, χαλκῷ, κτλ.· - ἀλλὰ [[κυρίως]] ἀντίθετ. τῷ βάλλω (ὃ ἴδε), κτυπῶ διὰ τῆς χειρὸς καὶ [[τραυματίζω]], Λ. 659, 826, κτλ.· - [[ὅπερ]] ἐκφέρεται πληρέστερον διὰ τοῦ σχεδὸν οὔτασε, Ε. 458· αὐτοσχεδὸν οὐτάζοντο Η. 273· αὐτοσχεδίην οὐτασμένος Ὀδ. Λ. 536· τὸ πλεῖστον μετ’ αἰτ. τοῦ προσώπου ἢ του τρωθέντος μέρους [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ., Κυπρίδα... οὔτασε χεῖρα Ἰλ. Ε. 458· Λειώκριτον [[οὖτα]]… κενεῶνα Ὀδ. Χ. 294· [[ὡσαύτως]], οὐτ. τινα κατὰ [[χρόα]], κατὰ ὦμον, κατ’ ἀσπίδα κτλ.· σπανιώτερον ἔτι μετ’ αἰτ. πράγμ., [[σάκος]] οὔτασε δουρί, διετρύπησε τὴν ἀσπίδα, Ἰλ. Η. 258, κ. ἀλλ., Ἡσ. Ἡρ. 363· - [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., [[λίην]] [[ἄχθομαι]] [[ἕλκος]], ὅ με βροτὸς οὔτασεν [[ἀνήρ]], «[[πάνυ]] πιέζομαι ὑπὸ τοῦ τραύματος, ὅ με ἔτρωσεν ἀνὴρ θνητὸς» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ε. 361· [[ἐντεῦθεν]], κατ’ οὐταμένην ὠτειλήν, διὰ τοῦ διὰ τῆς τρώσεως γενομένου τραύματος, Ξ. 518. οὕτω καί, τὸ [[ξίφος]] διανταίαν [πληγήν].. οὐτᾷ Αἰσχύλ. Χο. 640. 2) [[ἐνίοτε]] [[καθόλου]], [[τιτρώσκω]], ὡς τὸ βάλλω, διὰ κεραυνοῦ, Εὐρ. Ἱππ. 684· διὰ βελῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 199· πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 2. 373. (Ἐκ. τοῦ [[οὐτάω]] πιθ. παράγεται τὸ [[ὠτειλή]]).
|lstext='''οὐτάω''': γ΄ ἑνικ. οὐτᾷ Αἰσχύλ. Χο. 640, Ἐπικ. προστ. οὔτᾰε Ὀδ. Χ. 356· Ἰων. παρατ. οὔτασκε Ἰλ. Ο. 745· μέλλ. οὐτήσω Νόνν· ἀόρ. οὐτηθεὶς Θ. 537. - Ὡς ἐνεστ. ὁ Ὅμ. χρῇται τῷ ἰσοδυνάμῳ τύπῳ [[οὐτάζω]], ἐνεργ. καὶ παθ. ([[οὕτως]] Εὐρ. ἐν Ἀποσπ. 176)· [[ἐντεῦθεν]] μέλλ. οὐτάσω Εὐρ. Ρῆσ. 255· ἀόρ. οὔτᾰσα Ἰλ., Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 199· παθ. πρκμ. οὔτασται Ἰλ. Λ. 661, μετοχ. οὐτασμένος Ὀδ. Λ. 536, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1344. - Ὑπάρχουσιν [[ὡσαύτως]] (ὡς εἰ ἐξ ἐνεστ. οὔτημι) γ΄ ἑν. Ἐπικ. ἀορ. οὖτᾰ, Ἰλ. Δ. 525, Ν. 192, 561, κτλ.· ἀπαρ. οὐταμεναι, Φ. 68, κτλ.· ἢ οὐτάμεν, Ε. 132, 821· μετοχ. (ἐπὶ παθ. σημασ.) οὐτάμενος, Λ. 659, Ρ. 86, Ὀδ. Λ. 40· (πρβλ. ἀν-, νεούτᾰτος). Ἐπικ. ῥῆμ., ἐν χρήσει [[ἐνίοτε]] παρὰ Τραγ. ([[οὐδέποτε]] παρὰ Σοφ.), πλήττω, κτυπῶ δι’ ἀγχεμάχου ὅπλου, [[τιτρώσκω]], [[τραυματίζω]], [[οὖτα]] δὲ δουρὶ Ἰλ. Δ. 525· [[οὕτως]], οὐτ. ἔγχεϊ, χαλκῷ, κτλ.· - ἀλλὰ [[κυρίως]] ἀντίθετ. τῷ βάλλω (ὃ ἴδε), κτυπῶ διὰ τῆς χειρὸς καὶ [[τραυματίζω]], Λ. 659, 826, κτλ.· - [[ὅπερ]] ἐκφέρεται πληρέστερον διὰ τοῦ σχεδὸν οὔτασε, Ε. 458· αὐτοσχεδὸν οὐτάζοντο Η. 273· αὐτοσχεδίην οὐτασμένος Ὀδ. Λ. 536· τὸ πλεῖστον μετ’ αἰτ. τοῦ προσώπου ἢ του τρωθέντος μέρους [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ., Κυπρίδα... οὔτασε χεῖρα Ἰλ. Ε. 458· Λειώκριτον [[οὖτα]]… κενεῶνα Ὀδ. Χ. 294· [[ὡσαύτως]], οὐτ. τινα κατὰ [[χρόα]], κατὰ ὦμον, κατ’ ἀσπίδα κτλ.· σπανιώτερον ἔτι μετ’ αἰτ. πράγμ., [[σάκος]] οὔτασε δουρί, διετρύπησε τὴν ἀσπίδα, Ἰλ. Η. 258, κ. ἀλλ., Ἡσ. Ἡρ. 363· - [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., [[λίην]] [[ἄχθομαι]] [[ἕλκος]], ὅ με βροτὸς οὔτασεν [[ἀνήρ]], «[[πάνυ]] πιέζομαι ὑπὸ τοῦ τραύματος, ὅ με ἔτρωσεν ἀνὴρ θνητὸς» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ε. 361· [[ἐντεῦθεν]], κατ’ οὐταμένην ὠτειλήν, διὰ τοῦ διὰ τῆς τρώσεως γενομένου τραύματος, Ξ. 518. οὕτω καί, τὸ [[ξίφος]] διανταίαν [πληγήν].. οὐτᾷ Αἰσχύλ. Χο. 640. 2) [[ἐνίοτε]] [[καθόλου]], [[τιτρώσκω]], ὡς τὸ βάλλω, διὰ κεραυνοῦ, Εὐρ. Ἱππ. 684· διὰ βελῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 199· πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 2. 373. (Ἐκ. τοῦ [[οὐτάω]] πιθ. παράγεται τὸ [[ὠτειλή]]).
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> οὐτήσω, <i>ao.</i> οὔτησα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> οὐτήθην;<br /><i>c.</i> [[οὐτάζω]];<br /><i><b>Moy.</b></i> οὐτάομαι-ῶμαι (<i>part. ao.2 irrég.</i> [[οὐτάμενος]], η, ον <i>au sens Pass.</i>) être blessé : οὐταμένη [[ὠτειλή]] IL blessure faite <i>ou</i> reçue.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ὠτειλή]].
}}
}}