ὁριστός: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁριστός''': -ή, -όν, οὗ δύναταί τις νὰ δώσῃ τὸν ὁρισμόν, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 3, Πλούτ. 2. 720Β.
|lstext='''ὁριστός''': -ή, -όν, οὗ δύναταί τις νὰ δώσῃ τὸν ὁρισμόν, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 3, Πλούτ. 2. 720Β.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />déterminé, défini ; qu’on peut déterminer, définir.<br />'''Étymologie:''' [[ὁρίζω]].
}}
}}