ὄλυνθος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὄλυνθος''': ὁ, [[σῦκον]] [[ὅπερ]] ἐκφύεται κατὰ τὸν χειμῶνα ὑπὸ τὰ φύλλα, ἀλλ’ ὡς τὸ πρώϊμον [[σῦκον]] τοῦ ἔαρος σπανίως ὡριμάζει, Λατ. grossus, Ἡσ. Ἀποσπ. 14, Ἡρόδ. 1. 193, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 1, 8 ὄλ. οἱ χειμερινοὶ Ἱππ. 574. 23, κτλ. (Συνεχῶς φέρεται ὄλονθος ἐν τῷ Ἑνετ. Κώδ. τοῦ Ἀθην.).
|lstext='''ὄλυνθος''': ὁ, [[σῦκον]] [[ὅπερ]] ἐκφύεται κατὰ τὸν χειμῶνα ὑπὸ τὰ φύλλα, ἀλλ’ ὡς τὸ πρώϊμον [[σῦκον]] τοῦ ἔαρος σπανίως ὡριμάζει, Λατ. grossus, Ἡσ. Ἀποσπ. 14, Ἡρόδ. 1. 193, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 1, 8 ὄλ. οἱ χειμερινοὶ Ἱππ. 574. 23, κτλ. (Συνεχῶς φέρεται ὄλονθος ἐν τῷ Ἑνετ. Κώδ. τοῦ Ἀθην.).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />figue tardive <i>ou</i> qui ne mûrit pas, <i>fruit</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ὄλονθος]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[ἰσχάς]], [[ἰσχάδιον]], [[σῦκον]], [[φήληξ]], [[φιβάλεως]].
}}
}}