παιδευτός: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παιδευτός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μάθῃ διὰ διδασκαλίας, ἀρετὴν παιδευτὴν [[εἶναι]] Πλάτ. Πρωτ. 324Β.
|lstext='''παιδευτός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μάθῃ διὰ διδασκαλίας, ἀρετὴν παιδευτὴν [[εἶναι]] Πλάτ. Πρωτ. 324Β.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qu’on peut apprendre.<br />'''Étymologie:''' [[παιδεύω]].
}}
}}