παλίμπλαγκτος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_17)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰλίμπλαγκτος''': -ον, ὁ [[ὀπίσω]] πλανώμενος, παλιμπλάγκτοισι χειμάζει δρόμοις, ὀπισθορμήτοις δρόμοις, Αἰσχύλ. Πρ. 838.
|lstext='''πᾰλίμπλαγκτος''': -ον, ὁ [[ὀπίσω]] πλανώμενος, παλιμπλάγκτοισι χειμάζει δρόμοις, ὀπισθορμήτοις δρόμοις, Αἰσχύλ. Πρ. 838.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui erre en revenant sur ses pas, errant.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[πλάζω]].
}}
}}