ὄστρεον: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_8)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὄστρεον''': ἢ [[ὄστρειον]], τό· (ἴδε ἐν λ. [[ὀστέον]])· - ὀστρείδιον, κοινῶς «ὀστρεῖδι», Λατιν. ostrea: - ὁ [[κυρίως]] Ἀττικ. [[τύπος]] [[εἶναι]] [[ὄστρειον]] (ὄστρεια.. ἔλεγον οἱ ἀρχαῖοι Ἀθήν. 92F, πρβλ. Μοῖριν 185, Φώτ., κλ.), καὶ τοῦτον ἀπαιτεῖ τὸ [[μέτρον]] ἐν τοῖς παλαιοτέροις τῶν ποιητῶν, κόγχοι, μύες, κὤστρεια Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 25· ὄστρεια συμμεμυκότα Ἐπίχ. 23 Ahr.· πίννῃσι καὶ ὀστρείοισιν ὁμοίη Κρατῖνος ἐν «Ἀρχιλόχοις» 5· πίνναι, λεπάδες, μύες, ὄστρεια Ἀνσξανδρίδ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 60, κτλ. (ἴδε Κωμ. Ἀποσπ. ἐν τῷ Πίνακι)· ἐνῷ ὁ [[τύπος]] [[ὄστρεον]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρὰ μεταγεν. Ἐπικ., Νικ. παρ’ Ἀθην. 92D, Μάτρων παρὰ τῷ αὐτῷ 135Α· - παρὰ Πλάτωνι αἱ γραφαὶ ποικίλλουσι (ἴδε κατωτ. ΙΙ) ὡς παρ’ Ἀριστ., πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 6, 2 καὶ 4. 1, 28· - ὁ Ἀριστ. φαίνεται ὅτι χρῆται τῇ λέξει ἐπὶ παντὸς διθύρου ὀστρακοδέρμου [[καθόλου]], π. τὰ Ζ. Ἱστ. ἔνθ’ ἀνωτ., παρ’ Ἀθην. 88Β, Γαλην. 12. 543. ΙΙ. ἐπὶ τῆς ἀκαλήφης ἥτις «ζῇ ἀπὸ τῆς πέτρας [[ὥσπερ]] ἀπ’ ὀστρέου» Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 6, 7., 8. 2, 16. ΙΙΙ. = τῷ Λατ. ostrum, [[χρῶμα]] πορφυροῦν χρήσιμον πρὸς βαφήν, πιθαν. τὸ ἐκ τῆς πορφύρας (murex) παραγόμενον, [[ὄστρεον]] μόνον ἐπιφέρειν Πλάτ. Κρατ. 424D· ὀστρείῳ ἐναληλιμμένος ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 420C· τὰ σώματα ἐκέχριντο ὀστρείῳ Ἀθήν. 197F, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 21.
|lstext='''ὄστρεον''': ἢ [[ὄστρειον]], τό· (ἴδε ἐν λ. [[ὀστέον]])· - ὀστρείδιον, κοινῶς «ὀστρεῖδι», Λατιν. ostrea: - ὁ [[κυρίως]] Ἀττικ. [[τύπος]] [[εἶναι]] [[ὄστρειον]] (ὄστρεια.. ἔλεγον οἱ ἀρχαῖοι Ἀθήν. 92F, πρβλ. Μοῖριν 185, Φώτ., κλ.), καὶ τοῦτον ἀπαιτεῖ τὸ [[μέτρον]] ἐν τοῖς παλαιοτέροις τῶν ποιητῶν, κόγχοι, μύες, κὤστρεια Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 25· ὄστρεια συμμεμυκότα Ἐπίχ. 23 Ahr.· πίννῃσι καὶ ὀστρείοισιν ὁμοίη Κρατῖνος ἐν «Ἀρχιλόχοις» 5· πίνναι, λεπάδες, μύες, ὄστρεια Ἀνσξανδρίδ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 60, κτλ. (ἴδε Κωμ. Ἀποσπ. ἐν τῷ Πίνακι)· ἐνῷ ὁ [[τύπος]] [[ὄστρεον]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρὰ μεταγεν. Ἐπικ., Νικ. παρ’ Ἀθην. 92D, Μάτρων παρὰ τῷ αὐτῷ 135Α· - παρὰ Πλάτωνι αἱ γραφαὶ ποικίλλουσι (ἴδε κατωτ. ΙΙ) ὡς παρ’ Ἀριστ., πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 6, 2 καὶ 4. 1, 28· - ὁ Ἀριστ. φαίνεται ὅτι χρῆται τῇ λέξει ἐπὶ παντὸς διθύρου ὀστρακοδέρμου [[καθόλου]], π. τὰ Ζ. Ἱστ. ἔνθ’ ἀνωτ., παρ’ Ἀθην. 88Β, Γαλην. 12. 543. ΙΙ. ἐπὶ τῆς ἀκαλήφης ἥτις «ζῇ ἀπὸ τῆς πέτρας [[ὥσπερ]] ἀπ’ ὀστρέου» Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 6, 7., 8. 2, 16. ΙΙΙ. = τῷ Λατ. ostrum, [[χρῶμα]] πορφυροῦν χρήσιμον πρὸς βαφήν, πιθαν. τὸ ἐκ τῆς πορφύρας (murex) παραγόμενον, [[ὄστρεον]] μόνον ἐπιφέρειν Πλάτ. Κρατ. 424D· ὀστρείῳ ἐναληλιμμένος ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 420C· τὰ σώματα ἐκέχριντο ὀστρείῳ Ἀθήν. 197F, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 21.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />huître, <i>en gén.</i> coquillage bivalve.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> ostrea.
}}
}}